Το
κοινό χρειάζεται περισσότερη προστασία από τις τοξίνες που υπάρχουν στο
περιβάλλον και απειλούν την υγεία.Δεν υπάρχουν ασφαλή όρια
κάτω από τα οποία η συγκέντρωση μιας τοξικής ουσίας, σταματά να αποτελεί
κίνδυνο για την υγεία των ανθρώπων.
Για πολλές από τις ουσίες που είναι τοξικές για τον άνθρωπο και που
υπάρχουν στο καθημερινό του περιβάλλον, τα επίπεδα συγκέντρωσης που
σήμερα θεωρούνται ότι απομακρύνουν τον κίνδυνο, στην ουσία δεν
προσφέρουν την απαιτούμενη προστασία από τις νοσηρές και επικίνδυνες
επιδράσεις τους.
Ερευνητές από τον Καναδά και τις Ηνωμένες Πολιτείες εξέτασαν τα
δεδομένα που υπάρχουν σχετικά με την έκθεση των ανθρώπων στις
περιβαλλοντικές τοξίνες που υπάρχουν στον αέρα, στο νερό, στα τρόφιμα,
στο έδαφος, στις σκόνες των σπιτιών και στα καταναλωτικά προϊόντα.
Επικεντρώθηκαν στις τέσσερις από τις πλέον διαδεδομένες
περιβαλλοντικές τοξίνες και οι οποίες έχουν μέχρι σήμερα μελετηθεί
εκτενώς. Συγκεκριμένα εξέτασαν τις περιβαλλοντικές εκθέσεις και τις
νοσηρές επιδράσεις στον άνθρωπο του μόλυβδου, του καπνού των καπνιστικών
προϊόντων, του ραδονίου και των παραγώγων της χλωρίασης του νερού.
Το γενικό συμπέρασμα που προέκυψε είναι ότι δεν υπάρχουν ασφαλή όρια
κάτω από τα οποία ο κίνδυνος μηδενίζεται και ότι ακόμη σε χαμηλά επίπεδα
συγκέντρωση η απειλή για την υγεία μπορεί να είναι μεγάλη.
Ας δούμε αναλυτικά μερικά από τα βασικά τους ευρήματα:
Η περίπτωση του μόλυβδου
Ο μόλυβδος είναι τοξική ουσία για τον εγκέφαλο. Προκαλεί σοβαρές
εγκεφαλικές βλάβες στα παιδιά ακόμη και όταν στο αίμα βρίσκεται σε
συγκεντρώσεις 2 έως 3 φορές ψηλότερες από εκείνες που θεωρούνται
ασφαλείς.
Επιδημιολογικές έρευνες δείχνουν ότι το επίπεδο νοημοσύνης μειώνεται
με την αύξηση των συγκεντρώσεων του μολύβδου στο αίμα τους. Αυτό
παρατηρείται ακόμη και σε συγκεντρώσεις αίματος χαμηλότερες από 0,48 μM
(10μg/dl) που θεωρούνται οριακές για την
ασφάλεια των παιδιών.
Σε πρόσφατη έρευνα που περιέλαβε 4.000 παιδιά παρατηρήθηκε ότι οι
επιδόσεις σε γνωσιακά τεστ (μαθηματικά, διάβασμα, και άλλα) ήσαν
κατώτερες ακόμη και στα παιδιά με συγκεντρώσεις μολύβδου χαμηλότερες
από 0,48 μM (10μg/dl).
Έρευνες σε παιδιά ηλικίας 10 έως 12 ετών, έδειξαν ότι ο δείκτης
νοημοσύνης είναι χαμηλότερος σε παιδιά με συγκεντρώσεις μολύβδου στον
οργανισμό τους που δεν θεωρούνται κανονικά επικίνδυνες.
Στους ενήλικες ο μόλυβδος είναι αιτία ψηλής πίεσης, βλάβης στους
νεφρούς, στον εγκέφαλο και στα νεύρα.
Στα παιδιά λόγω του ότι επηρεάζει τον αναπτυσσόμενο εγκέφαλο,
προκαλεί προβλήματα μάθησης και συμπεριφοράς.
Η περίπτωση του καπνού από καπνιστικά προϊόντα
Το κάπνισμα της μητέρας κατά την εγκυμοσύνη, είναι επιβλαβής για την
ανάπτυξη του παιδιού.
Νεότερα στοιχεία που προκύπτουν δείχνουν ότι όχι μόνο το ενεργητικό
κάπνισμα της μητέρας αλλά και το παθητικό κάπνισμα είναι σε θέση να
βλάπτουν την ανάπτυξη του παιδιού στη μήτρα της μητέρας του.
Ακόμη και η μικρή έκθεση στο παθητικό κάπνισμα της μητέρας, είναι
αρκετή για να βλάπτει το παιδί και να προκαλεί πρόωρο τοκετό.
Το παθητικό κάπνισμα προκαλεί μείωση του δείκτη νοημοσύνης (IQ)
σε παιδιά. Ερευνητές από τις Ηνωμένες Πολιτείες, έδειξαν ότι σε παιδιά 4
έως 16 ετών, το IQ
μειώνεται με την αύξηση της κοτινίνης στο αίμα των παιδιών. Η κοτινίνη
είναι ο κυριότερος μεταβολίτης της νικοτίνης και δείχνει πόσο το παιδί
υποβάλλεται σε ενεργητικό ή παθητικό κάπνισμα.
Ακόμη και σε παιδιά με συγκεντρώσεις κοτινίνης χαμηλότερες από 0,5
ng/ml, ο επηρεασμός του IQ παρέμενε
ισχυρός.
Η περίπτωση του ραδονίου
Ειδικοί εμπειρογνώμονες συμπέραναν πρόσφατα ότι το πιθανότερο είναι
ότι η χαμηλού επιπέδου ακτινοβολία προκαλεί μεταλλάξεις, αλλοιώσεις των
χρωμοσωμάτων και καρκίνο ανάλογα με το επίπεδο έκθεσης ιονίζουσας
ακτινοβολίας που υφίστανται οι άνθρωποι.
Δεν υπάρχουν ασφαλή όρια κάτω από τα οποία μηδενίζεται ο κίνδυνος
καρκινογόνου δράσης της ιονίζουσας ακτινοβολίας.
Για το ραδόνιο, ο κίνδυνος καρκινογόνου επίδρασης είναι συνάρτηση της
αυξανόμενης συσσωρευτικής δόσης της ακτινοβολίας που δέχεται ο
οργανισμός.
Σε ανθρακωρύχους που υποβάλλονται σε ακτινοβολία λόγω ραδονίου, για
τις ίδιες συγκεντρωτικές δόσεις ακτινοβολίας, βρέθηκε ότι η παρατεταμένη
έκθεση σε χαμηλές δόσεις ακτινοβολίας είναι πιο επικίνδυνη παρά η έκθεση
σε ψηλότερες δόσεις αλλά για μικρότερο χρονικό διάστημα.
Η ιονίζουσα ακτινοβολία λόγω ραδονίου στο εσωτερικό των σπιτιών και
των κτιρίων, παρουσιάζει μεγάλες διαφοροποιήσεις. Ο μέσος όρος της
συνολικής συσσωρευμένης ακτινοβολίας στην οποία υποβάλλονται σε
κατοικίες άνθρωποι, είναι 10 φορές χαμηλότερη από αυτή στην οποία
υποβάλλονται οι ανθρακωρύχοι.
Η συνδυασμένη ανάλυση 17 επιδημιολογικών ερευνών, έδειξε ότι ακόμη
και σε ανθρώπους που υποβλήθηκαν στα χαμηλότερα επίπεδα συσσωρευμένης
ακτινοβολίας ραδονίου (150 Bq/m3)
που θεωρούνται ασφαλή, ο κίνδυνος για καρκίνο
του πνεύμονα ήταν κατά 24% αυξημένος.
Αυτό σημαίνει ότι οι άνθρωποι που υποβάλλονται στην ακτινοβολία του
ραδονίου, κινδυνεύουν ακόμη και στα επίπεδα ακτινοβολίας που θεωρούνται
ως ασφαλή.
Η περίπτωση του χλωρίου στο νερό
Το χλώριο προστίθεται στο νερό για σκοπούς καταπολέμησης των
μικροβίων. Το χλώριο στο πόσιμο νερό, αντιδρά με οργανικές ουσίες που
υπάρχουν φυσιολογικά στο νερό. Παράγονται έτσι πολλές ουσίες όπως τα
τριαλομεθάνια (THM), το χλωροφόρμιο, το
βρωμοδιχλωρομεθάνιο, το διβρωμοχλωρομεθάνιο, το βρωμοφόρμιο και άλλα.
Οι ουσίες αυτές προκαλούν καρκίνο στα ζώα. Στον άνθρωπο έχουν
σχετισθεί με την πρόκληση καρκίνου της ουροδόχου κύστης και κινδύνους
για την εγκυμοσύνη όπως η αποβολή.
Η συγκέντρωση στο πόσιμο νερό των ουσιών αυτών, της τάξης των
100 μg/l,
θεωρείται ως αμελητέος κίνδυνος για πρόκληση καρκίνου. Τα επίπεδα
αυτά υπολογίσθηκαν με βάση πειράματα σε ζώα.
Όμως πρόσφατα δεδομένα που προέκυψαν από 6 επιδημιολογικές έρευνες σε
8.000 ανθρώπους, μας πληροφορούν ότι η έκθεση σε συγκεντρώσεις άνω του 1
μg/l
THM στο πόσιμο νερό, σχετίζεται με αυξημένο
κίνδυνο κατά 24% για καρκίνο της ουροδόχου κύστης.
Η χρήση φίλτρων άνθρακα στο πόσιμο νερό, μπορεί να μειώνει την
έκθεση των ανθρώπων στα τοξικά παράγωγα της χλωρίασης αλλά και του
μολύβδου που πιθανόν να μολύνει το νερό.
Σύμφωνα με τους ερευνητές αυτό δείχνει ότι τα επίπεδα ασφάλειας για
τοξικές ουσίες στον άνθρωπο που υπολογίζονται με βάση δεδομένα από
πειραματόζωα, υποβαθμίζουν τον πραγματικό κίνδυνο που διατρέχουν οι
άνθρωποι.
Συμπερασματικά βλέπουμε ότι για τις πλέον επικίνδυνες τοξίνες που
βρίσκονται στο περιβάλλον μας, δεν υπάρχουν ασφαλή όρια. Τα
πειραματικά δεδομένα που προκύπτουν από μελέτες σε ζώα όσον αφορά στα
επίπεδα ασφαλούς έκθεσης, συχνά δεν προσφέρουν την προστασία που
απαιτείται όταν ελέγχονται από επιδημιολογικές διερευνήσεις.
Το κοινό εξαρτάται από τους επιστήμονες, τους νομοθέτες και τους
αρμόδιους οργανισμούς για τον περιορισμό της έκθεσης του σε
περιβαλλοντικές τοξίνες. Πρέπει για τις μη καρκινογόνες ουσίες να
εφαρμόζεται η ίδια αρχή που ισχύει για τις καρκινογόνες ουσίες, δηλαδή
να μην υπάρχουν επίπεδα που να θεωρούνται ως ασφαλή.
Στην ουσία για τις τέσσερις σημαντικές περιβαλλοντικές τοξίνες που
εξετάστηκαν εδώ (μόλυβδος, καπνός, ραδόνιο, παράγωγα χλωρίασης του
νερού) οι οποίες είναι ευρέως διαδεδομένες στο περιβάλλον μας, πρέπει να
καταβάλλονται προσπάθειες με στόχο το μηδενισμό της έκθεσης των ανθρώπων
σε αυτές.
Το ίδιο ισχύει και για πολλές άλλες νοσηρές ουσίες που μολύνουν το
περιβάλλον μας και οι οποίες μας απειλούν ακόμη και στα επίπεδα έκθεσης
που θεωρούνται ασφαλή.