Ο θυρεοειδής αδένας αποτελεί μέρος του ενδοκρινολογικού συστήματος. Βρίσκεται στο μέσο της βάσης του λαιμού, μπροστά και πιο κάτω από το λάρυγγα. Αποτελείται από δύο λοβούς, το δεξιό και τον αριστερό που ενώνονται μεταξύ τους με τον ισθμό. Ζυγίζει περίπου 18 έως 20 γραμμάρια.
Το ενδοκρινολογικό σύστημα του οποίου είναι μέρος ο θυρεοειδής αδένας, παράγει ορμόνες που ρυθμίζουν φυσιολογικές λειτουργίες του οργανισμού. Εκτός από το θυρεοειδή, άλλοι αδένες του ενδοκρινολογικού συστήματος είναι η υπόφυση, τα επινεφρίδια, το πάγκρεας, οι παραθυρεοειδείς αδένες, οι όρχεις και οι ωοθήκες.
Ο θυρεοειδής αδένας ελέγχει το ρυθμό με τον οποίο το σώμα διεξάγει τις διάφορες αναγκαίες μεταβολικές λειτουργίες του. Παράγει τρεις βασικές ορμόνες, τη θυροξίνη (Τ4), την τριιωδοθυρονίνη (Τ3) και την καλσιτονίνη.
Στη βρεφική ηλικία η έλλειψη θυρεοειδών ορμονών οδηγεί σε σωματική και πνευματική καθυστέρηση. Για το λόγο αυτό σε όλα τα νεογνά γίνεται έλεγχος για ανίχνευση των ελλείψεων αυτών. Οποιαδήποτε καθυστέρηση στην έναρξη χορήγησης θυρεοειδούς ορμόνης σε βρέφη με υποθυρεοειδισμό, μπορεί να οδηγήσει σε απώλεια πνευματικών ικανοτήτων.
Για να συνθέτει τις θυρεοειδείς ορμόνες, ο θυρεοειδής αδένας χρειάζεται ιώδιο. Το στοιχείο αυτό περιέχεται στις τροφές και στο νερό. Τα θαλασσινά είναι πλούσια σε ιώδιο.
Η έλλειψη ιωδίου στον οργανισμό είναι αιτία μειωμένης παραγωγής θυρεοειδών ορμονών. Ο εμπλουτισμός του μαγειρικού αλατιού σε ιώδιο έχει συμβάλει στη δραστική μείωση του υποθυρεοειδισμού λόγω έλλειψης αλατιού.
Οι ασθένειες του θυρεοειδούς αδένα, είναι πολύ συχνές. Επηρεάζουν συχνότερα τις γυναίκες.
Οι περισσότερες παθήσεις σχετίζονται με αυξημένη δραστηριότητα του αδένα που δημιουργεί τον υπερθυρεοειδισμό και με μειωμένη παραγωγή ορμονών που προκαλεί τον υποθυρεοειδισμό.
Σε μερικές περιπτώσεις το μέγεθος του θυρεοειδούς αδένα αυξάνεται λόγω ασθένειας και δημιουργεί βρογχοκήλη. Ασθένειες όπως η θυρεοειδίτιδα του Hashimoto που οφείλεται σε φλεγμονή του αδένα, είναι αιτία βρογχοκήλης.
Στο θυρεοειδή είναι δυνατόν να εμφανιστούν ένα ή περισσότερα οζίδια ή μάζες. Μπορούν να αναπτυχθούν γρήγορα ή σταδιακά.
Ασθενείς που υποβλήθηκαν σε ακτινοθεραπεία κατά την παιδική ηλικία για ακμή, αδενοειδείς εκβλαστήσεις, για λέμφωμα ή για άλλο λόγο έχουν περισσότερες πιθανότητες να προσβληθούν από κακοήθη όγκο του θυρεοειδούς αδένα.
Οι διαταραχές που παρουσιάζει ο θυρεοειδής αδένας χρειάζονται προσεκτική διερεύνηση. Το ιατρικό ιστορικό και η κλινική εξέταση αποτελούν τα πρώτα απαραίτητα στάδια της διαγνωστικής διερεύνησης.
Κατά την εξέταση ο γιατρός θα διαπιστώσει κατά πόσο υπάρχουν οποιεσδήποτε αλλαγές όπως αύξηση του μεγέθους όλου ή μέρους του αδένα. Επίσης θα εξετάσει εάν υπάρχουν μάζες ή οζίδια που αναπτύχθηκαν στον αδένα ή ακόμη εάν υπάρχουν λεμφαδένες αυξημένου μεγέθους στην περιοχή του λαιμού.
Συνήθως ο αδένας δεν είναι ψηλαφητός στη βάση του λαιμού και δεν φαίνεται στην επισκόπηση. Ο γιατρός μπορεί να ζητήσει από τον ασθενή κατά την ψηλάφηση του αδένα, να καταπιεί. Αυτό επιτρέπει στο γιατρό να ψηλαφίσει καλύτερα τον αδένα και οποιαδήποτε μάζα που τυχόν υπάρχει σε αυτόν.
Οι εξετάσεις που είναι χρήσιμες στη διερεύνηση του θυρεοειδούς είναι:
- Αναλύσεις αίματος για μέτρηση των ορμονών που ελέγχουν ή παράγονται από αυτόν (TSH, T4, T3)
- Ακτινογραφία του θώρακα
- Υπερηχογράφημα του λαιμού και του θυρεοειδούς
- Σπινθηρογράφημα του αδένα
- Κυτταρολογική εξέταση μετά από αναρρόφηση με λεπτή βελόνα
- Αξονική ή μαγνητική τομογραφία.
Η κυτταρολογική εξέταση γίνεται όταν ο γιατρός διαπιστώσει ότι υπάρχει ένα οζίδιο ή μια μάζα στον θυρεοειδή. Με λεπτή βελόνα γίνεται αναρρόφηση και το υλικό εξετάζεται στο μικροσκόπιο.
Η κυτταρολογική αυτή εξέταση δίνει πληροφορίες σχετικά με το είδος της μάζας και βοηθά στη διαφορική διάγνωση μεταξύ καλοηθών ή κακοηθών όγκων.
Η αντιμετώπιση των ασθενειών του θυρεοειδούς αδένα περιλαμβάνει την ορμονική θεραπεία, τη χειρουργική επέμβαση και τη χορήγηση ραδιοϊσοτόπων (ραδιενεργές ιώδιο).
Εάν υπάρχει υποθυρεοειδισμός, είναι αναγκαίο για τον ασθενή να λαμβάνει καθημερινά ορμονική θεραπεία με θυροξίνη. Για τον υπερθυρεοειδισμό στις περισσότερες περιπτώσεις δίνονται φάρμακα αλλά κάποτε μπορεί να χρειαστεί να αφαιρεθεί ο αδένας.
Οι περισσότερες μάζες του θυρεοειδούς, όπως επίσης και οι καταστάσεις με βρογχοκήλη, είναι καλοήθεις. Οι συμπληρωματικές εξετάσεις (σπινθηρογράφημα, υπερηχογράφημα, κυτταρολογική εξέταση) επιτρέπουν στο να φανεί κατά πόσο πρόκειται για καλοήθη ή κακοήθη νόσο και καθορίζουν τα θεραπευτικά βήματα που θα ακολουθήσουν.
Όταν υπάρχουν υποψίες για κακοήθη όγκο, η χειρουργική επέμβαση για αφαίρεση του θυρεοειδούς αδένα επιβάλλεται.
Σε πολλές άλλες καλοήθεις περιπτώσεις η θεραπεία με θυροξίνη καταστέλλει και μειώνει τις εν λόγω μάζες. Για να επιτευχθεί αυτό χρειάζεται θεραπεία που μπορεί να διαρκέσει από 3 έως 6 μήνες.
Εάν παρά την ορμονική θεραπεία, μια μάζα στο θυρεοειδή συνεχίζει να μεγαλώνει τότε συστήνεται η χειρουργική προσέγγιση του προβλήματος.
Κατά τη χειρουργική επέμβαση μπορεί να αφαιρεθεί μέρος ή ολόκληρος ο θυρεοειδής αδένας. Αρχικά μπορεί να αποφασιστεί να αφαιρεθεί μόνο ο λοβός που περιέχει ένα ογκίδιο. Συνήθως αφαιρείται μαζί και ο ισθμός.
Στο χειρουργείο κατά την επέμβαση, η γρήγορη ιστολογική εξέταση (frozen section) μπορεί να δείξει ότι πρόκειται για καρκίνο. Στις περιπτώσεις αυτές αποφασίζεται να αφαιρεθεί όλος ο αδένας ή ακόμη να γίνει πιο ευρεία επέμβαση στο λαιμό ανάλογα με τα ευρήματα του χειρούργου. Για κακοήθεις όγκους του θυρεοειδούς είναι δυνατόν να χορηγηθεί θεραπεία με ραδιενεργές ιώδιο.
Οι επιπλοκές μετά από τη χειρουργική επέμβαση στο θυρεοειδή αδένα είναι σπάνιες. Περιλαμβάνουν βραχνάδα της φωνής, αιμορραγικά προβλήματα, δυσκολίες κατάποσης, μούδιασμα του δέρματος του λαιμού και χαμηλό ασβέστιο. Ο κίνδυνος χαμηλού ασβεστίου είναι μεγαλύτερος όταν αφαιρείται όλος ο θυρεοειδής.
Μετά από θυρεοειδεκτομή, ανάλογα με το εάν έγινε ολική ή μερική θυρεοειδεκτομή, οι ασθενείς μπορεί να χρειάζεται να λαμβάνουν θυροξίνη και ασβέστιο εάν υπάρχει πρόβλημα χαμηλού ασβεστίου στο αίμα.