Η ασπιρίνη μειώνει κατά 25%
τις πιθανότητες σοβαρών αγγειακών θρομβώσεων λόγω αθηρωμάτωσης που
προκαλούν καρδιακή προσβολή και εγκεφαλικό επεισόδιο ή ακόμη θάνατο.
Για το λόγο αυτό, σε ασθενείς με παράγοντες ψηλού κινδύνου για
καρδιαγγειακά επεισόδια, χορηγείται για προληπτικούς σκοπούς η ασπιρίνη.
Ωστόσο η ασπιρίνη αποτυγχάνει στην πρόληψη τουλάχιστον του 75% των
σοβαρών αγγειακών επεισοδίων σε ασθενείς που έχουν συμπτώματα λόγω
αθηρωματικής θρόμβωσης.
Η ασπιρίνη αποτρέπει τις θρομβώσεις καταστέλλοντας τη βιοσύνθεση της
θρομβοξάνης δια μέσου της αδρανοποίησης της κυκλοοξυγενάσης 1 των
αιμοπεταλίων. Η θρομβοξάνη είναι βασικός παράγοντας ενεργοποίησης
και συγκόλλησης των αιμοπεταλίων.
Η ανθεκτικότητα στην ασπιρίνη
Ο όρος ανθεκτικότητα στην ασπιρίνη χρησιμοποιείται για να περιγράφει το
ότι σε σημαντικό ποσοστό ασθενών, το φάρμακο δεν έχει τα προσδοκώμενα
αποτελέσματα πρόληψης. Τα επαναλαμβανόμενα αγγειακά επεισόδια που
επηρεάζουν την καρδία, τον εγκέφαλο ή άλλα όργανα, σε ασθενείς που
λαμβάνουν ασπιρίνη, οφείλονται σε πολλές πιθανές αιτίες.
Αρχικά είναι πιθανόν ότι το φάρμακο από μόνο του, δεν είναι σε θέση να
αποτρέπει όλα τα προβλήματα που μπορούν να δημιουργηθούν σε ζωτικά αγγεία.
Είναι γνωστό ότι υπάρχουν άλλες καταστάσεις που ευνοούν την απόφραξη αρτηριών.
Σε αυτές περιλαμβάνονται τα θρομβωτικά ή άλλα εμβολικά στοιχεία που
προέρχονται από την καρδία και οι αρτηρίτιδες.
Η μη συμμόρφωση των ασθενών να λαμβάνουν τη δόση ασπιρίνης που τους
συστήνει ο γιατρός τους, η χορήγηση ανεπαρκούς δόσης του φαρμάκου, η
ταυτόχρονη χορήγηση φαρμάκων όπως η ιβουπροφένη και η ινδομεθακίνη (μη
στεροειδή αντιφλεγμονώδη φάρμακα) που παρεμποδίζουν τη δράση της
ασπιρίνης, είναι επίσης αιτίες αποτυχίας της προληπτικής δράσης της
ασπιρίνης.
Άλλοι μηχανισμοί που μπορεί να ευθύνονται για την ανθεκτικότητα στην
ασπιρίνη είναι: Ενεργοποίηση της συγκόλλησης των αιμοπεταλίων με
διαφορετικούς τρόπους από αυτούς που καταστέλλει η ασπιρίνη, αυξημένη
παραγωγή αιμοπεταλίων που επιτρέπει κατα το 24ωρο την κυκλοφορία
αιμοπεταλίων που δεν εκτέθηκαν στην ασπιρίνη και γενετική προδιάθεση των
ασθενών με πολυμορφισμό των πρωτεϊνών και ενζύμων στόχων της ασπιρίνης η
οποία δεν μπορεί πλέον να ενεργήσει προληπτικά στα αιμοπετάλια.
Πώς μπορεί να ανιχνευθεί η ανθεκτικότητα στην ασπιρίνη;
Υπάρχουν διάφορα εργαστηριακά τεστ που στόχο έχουν την ανίχνευση
βιοχημικών ιδιαιτεροτήτων που σχετίζονται με ανθεκτικότητα στην ασπιρίνη.
Όμως μέχρι σήμερα, τα τεστ αυτά δεν πληρούν όλες τις απαραίτητες
προϋποθέσεις που απαιτούνται για τη συστηματική υιοθέτηση τους.
Σήμερα δεν υπάρχει μέθοδος ανίχνευσης της ανθεκτικότητας στην ασπιρίνη
η οποία είναι αποδεκτή από όλους. Πρόσφατες έρευνες, έδειξαν ότι η μέτρηση
στα ούρα ενός παραγώγου του μεταβολισμού της θρομβοξάνης στα ούρα
(11-διυδρο-θρομβοξάνη Β2), πιθανόν να αποτελεί μια υποσχόμενη μέθοδο.
Ωστόσο υπάρχουν και άλλες που διερευνώνται.
Πρόσφατη έρευνα έδειξε ότι η ανθεκτικότητα στην ασπιρίνη, αυξάνει 4
φορές τις πιθανότητες καρδιακής προσβολής, εγκεφαλικού επεισοδίου η
θανάτου λόγω προυπάρχουσας καρδιακής πάθησης.
Γιατροί από το πανεπιστήμιο McMaster του
Καναδά, ανασκόπησαν 20 έρευνες που συμπεριέλαβαν ασθενείς με καρδιαγγειακή
πάθηση. Σε όλους είχε χορηγηθεί ασπιρίνη για πρόληψη σχηματισμού θρόμβων
στο αίμα.
Από τους ασθενείς αυτούς, 28% βρέθηκαν να είναι ανθεκτικοί στη δράση
της ασπιρίνης. Όλοι οι ασθενείς με ανθεκτικότητα, ανεξάρτητα
από την αρχική πάθηση που ήταν η αιτία να τους χορηγηθεί η ασπιρίνη, είχαν
περισσότερες πιθανότητες να υποστούν έμφραγμα μυοκαρδίου, αποπληξία ή να
πεθάνουν.
Επιπρόσθετα οι γιατροί βρήκαν ότι στους ασθενείς αυτούς, η λήψη άλλων
φαρμάκων ταυτόχρονα με την ασπιρίνη, για την αποτροπή θρόμβων στο αίμα,
όπως η κλοπιδογρέλη και η τιροφιμπάνη (αντιαιμοπεταλιακά φάρμακα), δεν
προσέφεραν οποιοδήποτε όφελος στους εν λόγω ασθενείς.
Με βάση τα ευρήματα της έρευνας τους σχετικά με την ανθεκτικότητα
στην ασπιρίνη και παρά τους περιορισμούς του φαρμάκου, οι Καναδοί γιατροί
στα συμπεράσματα τους, τονίζουν τα ακόλουθα:
- Εισηγούνται έντονα όπως οι γιατροί να συνεχίζουν την παρούσα
καθιερωμένη τακτική για χορήγηση ασπιρίνης ως χρόνιας θεραπείας για
πρόληψη καρδιαγγειακών αποφρακτικών επεισοδίων λόγω αθηρωματικών θρόμβων αίματος
- Οι γιατροί να διασφαλίζουν πέραν πάσης αμφιβολίας ότι το αρχικό
επεισόδιο που οδήγησε στην ένδειξη χορήγησης της ασπιρίνης ήταν πράγματι
θρομβωτικό σε σχέση με αθηρωμάτωση του καρδιαγγειακού συστήματος
- Να διασφαλίζεται ότι ο ασθενής πράγματι παίρνει την ορθή δόση
ασπιρίνης για την πρόληψη αθηρωματικών θρομβωτικών επεισοδίων που
είναι μεταξύ 75 έως 150 mg ημερησίως
- Να αποφεύγεται η ταυτόχρονη λήψη ασπιρίνης και μη στεροειδών
αντιφλεγμονωδών φαρμάκων όπως η ιβουπροφένη που μειώνουν την
αποτελεσματικότητα της ασπιρίνης στην πρόληψη καρδιαγγειακών
επεισοδίων
- Οι ασθενείς να ενημερώνονται πλήρως για τις παρενέργειες και
περιορισμούς της ασπιρίνης
- Οι ασθενείς να ενημερώνονται για το ότι η ασπιρίνη είναι σε θέση να
ωφελεί μόνο γύρω στο 25% των ασθενών για την πρόληψη καρδιαγγειακών
επεισοδίων
- Να γίνεται ενημέρωση για το ότι στο 16% έως 30% των ασθενών που
παρουσιάζουν ανθεκτικότητα στην ασπιρίνη, ο κίνδυνος για καρδιακή
προσβολή, εγκεφαλικό ή για θάνατο, είναι 4 φορές μεγαλύτερος από ότι στους
ασθενείς που ανταποκρίνονται στην ασπιρίνη
- Απαιτούνται έρευνες για την ανεύρεση του πλέον κατάλληλου ανιχνευτικού
τεστ για αναγνώριση της ανθεκτικότητας στην ασπιρίνη
- Πρέπει να εντατικοποιηθούν οι προσπάθειες για ανεύρεση άλλων εναλλακτικών θεραπειών για τους ασθενείς που
παρουσιάζουν ανθεκτικότητα στο φάρμακο
|
Βλέπουμε λοιπόν ότι το θέμα της χορήγησης ασπιρίνης σε ασθενείς με
αυξημένο κίνδυνο αθηρωματικών θρομβωτικών καρδιαγγειακών επεισοδίων δεν
είναι απλό. Ένα μεγάλο ποσοστό δεν ανταποκρίνονται στη δράση του φαρμάκου
για διάφορους λόγους και έχουν αυξημένο κίνδυνο νέων επεισοδίων και
θανάτου.
Η ασπιρίνη ως φάρμακο δεν είναι αρκετό για την αντιμετώπιση του
προβλήματος στους εν λόγω ασθενείς και εκτός από το ότι απαιτούνται
εναλλακτικές θεραπείας, τα υπόλοιπα μέτρα πρόληψης πρέπει να τηρούνται με
ευλάβεια.