Η χαμηλή αιμοσφαιρίνη είναι παράγοντας κακής πρόγνωσης με αυξημένο κίνδυνο θανάτου σε ασθενείς που παρουσιάζουν καρδιακή ανεπάρκεια.
Η αιμοσφαιρίνη είναι το κυριότερο συστατικό των ερυθρών αιμοσφαιρίων. Τα επίπεδα της, είναι δείκτης της επάρκειας του αίματος για να μεταφέρει οξυγόνο σε ολόκληρο το σώμα.
Η αναιμία χαρακτηρίζεται από χαμηλή αιμοσφαιρίνη στο αίμα. Σε ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια, η αναιμία είναι συχνότερη από ότι στο γενικό πληθυσμό.
Υπολογίζεται ότι από 25% έως 60% των ασθενών με καρδιακή ανεπάρκεια, έχουν αναιμία. Η αναιμία υπάρχει όταν η αιμοσφαιρίνη είναι χαμηλότερη από 12 gr/dl στις γυναίκες και 13 gr/dl στους άνδρες.
Στους ασθενείς με αναιμία και καρδιακή ανεπάρκεια, ο κίνδυνος θανάτου και σοβαρών επιπλοκών, αυξάνονται σημαντικά. Ο κίνδυνος θανάτου και εισαγωγής στο νοσοκομείο λόγω καρδιακής ανεπάρκειας, αυξάνονται από 30% έως 60%.
Τα συμπεράσματα αυτά προκύπτουν από έρευνα που διεξήγαγαν γιατροί από τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ιταλία σε 5.002 ασθενείς (Valsartan Heart Failure Trial).
Στην αρχή της κλινικής δοκιμής, οι ερευνητές έκαναν σε όλους τους ασθενείς, μια γενική ανάλυση αίματος. Στη συνέχεια, κατά τακτικά διαστήματα επαναλάμβαναν την εν λόγω ανάλυση.
Τα αποτελέσματα έδειξαν:
- Από τους ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια το 23% ήσαν αναιμικοί. Οι αναιμικοί ασθενείς ήσαν συχνότερα μεγαλύτερης ηλικίας, παρουσίαζαν διαβήτη και είχαν χειρότερης μορφής καρδιακή ανεπάρκεια
- Οι ασθενείς με τη μεγαλύτερη πτώση της αιμοσφαιρίνης κατά τους 12 μήνες της παρακολούθησης (1,6 gr/dl μείωσης, από τα 14,2 gr/dl στα 12,6 gr/dl) είχαν 47% περισσότερες εισαγωγές στο νοσοκομείο και 60% περισσότερους θανάτους σε σύγκριση με εκείνους που είχαν μια μη σημαντική πτώση της αιμοσφαιρίνης τους (μείωση αιμοσφαιρίνης μόνο κατά 0,10 gr/dl στους 12 μήνες)
- Αντίθετα η αύξηση της αιμοσφαιρίνης συνοδευόταν με 22% χαμηλότερο κίνδυνο θανάτου σε ασθενείς που αρχικά ήσαν αναιμικοί. Στους ασθενείς που από την αρχή της έρευνας δεν ήσαν αναιμικοί, ο κίνδυνος θανάτου ήταν κατά 21% χαμηλότερος
- Οι ασθενείς που από την αρχή ήσαν αναιμικοί ή που κατά τη διάρκεια της έρευνας παρουσίαζαν πτώση της αιμοσφαιρίνης τους, είχαν χειρότερης μορφής καρδιακή ανεπάρκεια και αυξημένους άλλους παράγοντες στο αίμα που σχετίζονται με καρδιακά προβλήματα όπως η πρωτεΐνη CRP.
Οι ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια που παρουσιάζουν πτώση της αιμοσφαιρίνης τους, πρέπει να γνωρίζουν ότι διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο για σοβαρά προβλήματα. Δεν έχει ακόμη υπολογιστεί ποιό είναι το ιδανικό επίπεδο αιμοσφαιρίνης που θα ήταν καλό να έχουν οι εν λόγω ασθενείς.
Οι λόγοι της αναιμίας στους ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια περιλαμβάνουν την έλλειψη σιδήρου στον οργανισμό. Η έλλειψη σιδήρου μπορεί να οφείλεται σε προβλήματα του μεταβολισμού, σε ανεπαρκή απορρόφηση του σιδήρου από το έντερο και σε ανεπάρκειες της διατροφής.
Ακόμη ένας λόγος που μπορεί να συμβάλλει στην αναιμία των ασθενών αυτών, είναι η κατακράτηση υγρών που παρατηρείται στην καρδιακή ανεπάρκεια.
Δεν είναι ακόμη γνωστό εάν η αναιμία χειροτερεύει την καρδιακή ανεπάρκεια ή εάν η αναιμία είναι ένας δείκτης της επιδείνωσης της κατάστασης της καρδίας. Επίσης δεν είναι γνωστή η επίδραση που μπορεί να έχουν τα αυξανόμενα επίπεδα αιμοσφαιρίνης στην καρδιακή λειτουργία.
Είναι σημαντικό να εξερευνηθεί πλήρως, ο ρόλος της αιμοσφαιρίνης στον κίνδυνο επιπλοκών και θανάτου στους ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια.
Οι πιθανότητες στους άνδρες και γυναίκες για να προσβληθούν από καρδιακή ανεπάρκεια από την ηλικία των 40 ετών και μετά είναι της τάξης του 20%. Εάν υπολογισθεί ότι από αυτούς που θα προσβληθούν από τη νόσο, το 30% έως 60%διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο επιπλοκών και θανάτου λόγω χαμηλής αιμοσφαιρίνης, τότε βλέπουμε ότι η διόρθωση της αναιμίας μπορεί να προσφέρει πολλά.
Η θεραπεία της αναιμίας είναι σχετικά απλή και μπορεί να βασιστεί στη χορήγηση σιδήρου, βιταμινών και άλλων φαρμάκων.
Χρειάζεται ακόμη να καθορισθεί η καλύτερη θεραπευτική στρατηγική, οι στόχοι της και τα ιδανικά επίπεδα αιμοσφαιρίνης στους ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια.