Σε άτομα στα οποία υπάρχει διαφορά στη μέτρηση της συστολικής αρτηριακής πίεσης, μεταξύ των δύο βραχιόνων των άνω μελών, χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή. Η συστολική αρτηριακή πίεση είναι η ψηλότερη από τις δύο τιμές, που καταγράφονται όταν γίνεται η μέτρηση της πίεσης.
Η μέτρηση της πίεσης πρέπει να γίνεται και στους δύο βραχίονες.
Σε άτομα που υπάρχει διαφορά της μέτρησης της πίεσης, που ξεπερνά τα 10 mm Hg ή τα 15 mm Hg, επιβάλλεται να γίνεται διερεύνηση του αγγειακού τους συστήματος.
Η διαφορά της μέτρησης της πίεσης μεταξύ των δύο βραχιόνων μπορεί να είναι δείκτης ύπαρξης περιφερικής αγγειακής νόσου. Η πάθηση δυνατόν να υπάρχει χωρίς ο ασθενής να το αντιλαμβάνεται.
Το πλατύ κοινό και οι γιατροί επιβάλλεται να γνωρίζουν την ανάγκη για μέτρηση της αρτηριακής πίεσης και στους δύο βραχίονες. Όταν υπάρχει μεγαλύτερη στένωση στη μία από τις δύο αρτηρίες, τότε καταγράφεται διαφορά στις μετρήσεις της πίεσης.
Η περιφερική αγγειακή νόσος είναι συχνότερη σε διαβητικούς και καπνιστές. Προκαλεί στένωση των αρτηριών δημιουργώντας έτσι κίνδυνους για απόφραξη με ισχαιμία ζωτικών οργάνων (καρδία, εγκέφαλος) και κίνδυνο θανάτου ή σοβαρών μόνιμων αναπηριών.
Η περιφερική αγγειακή νόσος μπορεί να οδηγήσει σε εγκεφαλικό επεισόδιο (αποπληξία) ή σε πρόωρο θάνατο.
Η σύσταση για μέτρηση της αρτηριακής πίεσης και στους δύο βραχίονες έχει ήδη υιοθετηθεί από αρμόδια διεθνή και εθνικά σώματα, όπως η Παγκόσμιος Οργάνωση Υγείας, η Διεθνής Εταιρεία για την Υπέρταση και η Ευρωπαϊκή Εταιρεία Υπέρτασης.
Οι οργανισμοί αυτοί συστήνουν, όπως οι μετρήσεις της πίεσης να γίνονται και στους δύο βραχίονες κατά την αρχική αξιολόγηση του ασθενούς και μετά ανάλογα με την εξέλιξη, το ιστορικό, τον τρόπο ζωής του ασθενούς και την ύπαρξη ή όχι παραγόντων κινδύνου, όπως κάπνισμα, καθιστική ζωή, παχυσαρκία, διαβήτης ή άλλες παθήσεις.
Σε μια ενδιαφέρουσα επανεξέταση του ζητήματος, Βρετανοί ειδικοί διενέργησαν μια ανασκόπηση 28 ερευνών (μετα-ανάλυση) που είχαν ως κύριο αντικείμενο τη διερεύνηση και τη σημασία της διαφοράς της μέτρησης της πίεσης, που παρατηρείται σε αριθμό ασθενών, μεταξύ των δύο βραχιόνων.
Τα αποτελέσματα της ανασκόπησης έδειξαν, ότι η διαφορά 15 mm Hg ή περισσότερο, μεταξύ των τιμών που καταγράφονταν για την αρτηριακή πίεση στους δύο βραχίονες, συσχετιζόταν με:
- Αυξημένο κίνδυνο για στένωση ή σκλήρυνση των αρτηριών που μεταφέρουν αίμα προς τα κάτω μέλη του σώματος, δηλαδή η διαφορά αποτελεί δείκτη ύπαρξης περιφερικής αρτηριακής νόσου
- Μεγαλύτερο κίνδυνο, κατά 2,5 φορές, για μείωση της ροής αίματος στα πόδια και στις κνήμες
- Μεγαλύτερο κίνδυνο, κατά 1,6 φορές, για μείωση της ροής αίματος στον εγκέφαλο
- 70% αυξημένο κίνδυνο για θάνατο λόγω καρδιαγγειακής νόσου (εγκεφαλικά επεισόδια, έμφραγμα, καρδιοπάθειες)
- 60% αυξημένο κίνδυνο για θάνατο από οποιαδήποτε αιτία.
Οι ερευνητές επισήμαναν επιπλέον, ότι ακόμη και όταν η διαφορά μεταξύ των δύο μετρήσεων ήταν μόνο 10 mm Hg, επίσης αυξανόταν ο κίνδυνος για αρτηριακή περιφερική νόσο.
Στα αποτελέσματα δεν έπαιζε οποιοδήποτε ρόλο σε ποιον από τους δύο βραχίονες ήταν αυξημένη η αρτηριακή συστολική πίεση.
Θα συγκρατήσουμε ότι:
- Είναι σημαντικό η μέτρηση της αρτηριακής πίεσης να γίνεται και στους δύο βραχίονες
- Η τεκμηρίωση της διαφοράς μεταξύ των δύο μετρήσεων, της τάξης των 10 mm Hg ή 15 mm Hg, επιβάλλει τη διερεύνηση του ασθενούς για να βρεθεί κατά πόσο πάσχει ή όχι από περιφερική αγγειακή νόσο
- Η έγκαιρη ανίχνευση της αρτηριακής περιφερικής νόσου επιτρέπει τη λήψη μέτρων αντιμετώπισης με στόχο την αποτροπή πρόωρων θανάτων και άλλων επιπλοκών.