Μέχρι σήμερα γνωρίζαμε καλά ότι η μείωση του αλατιού διατροφής, χαμήλωνε την πίεση και απομάκρυνε τον κίνδυνο υπέρτασης.
Τώρα μαθαίνουμε ότι εάν μειώνουμε το αλάτι που τρώμε, απομακρύνουμε ουσιαστικά το μακροχρόνιο κίνδυνο για καρδιαγγειακές ασθένειες που συμπεριλαμβάνουν έμφραγμα μυοκαρδίου, εγκεφαλικά επεισόδια, στενώσεις των στεφανιαίων αγγείων της καρδίας και θάνατο λόγω αυτών των παθήσεων.
Έχει βρεθεί ότι οι άνθρωποι που μειώνουν σημαντικά την ποσότητα αλατιού που λαμβάνουν καθημερινά από τη διατροφή τους, επωφελούνται από 25% μείωση του κινδύνου να υποστούν καρδιαγγειακό νόσημα.
Ταυτόχρονα, η μείωση της πρόσληψης αλατιού, μειώνει τον κίνδυνο θανάτου από καρδιαγγειακή πάθηση κατά 20%.
Οι καρδιαγγειακές παθήσεις προσβάλλουν την καρδία και το κυκλοφορικό σύστημα. Το έμφραγμα του μυοκαρδίου, η στεφανιαία νόσος της καρδίας και τα εγκεφαλικά επεισόδια, συγκαταλέγονται στις πρώτες τρεις κυριότερες αιτίες θανάτου των ανθρώπων. Οι μελέτες που είχαν εξετάσει το ρόλο του αλατιού στις παθήσεις αυτές, εκτός από το γνωστό του ρόλο στην ψηλή πίεση, ήταν περιορισμένες και δεν προσέφεραν τεκμηριωμένα συμπεράσματα.
Τώρα δημοσιεύονται μακροχρόνιες ερευνητικές εργασίες με ισχυρά αντικειμενικά ευρήματα, που δείχνουν ότι η μείωση του αλατιού μειώνει το μακροχρόνιο κίνδυνο για μελλοντική καρδιαγγειακή πάθηση. Συγκεκριμένα σε 2 ξεχωριστές έρευνες, συνολικά 3.126 άτομα που παρουσίαζαν προ-υπέρταση (η πίεση τους βρισκόταν στα άνω όρια αυτού που θεωρείται κανονικό), συμμετείχαν σε θεραπευτικές δοκιμές με μείωση του αλατιού της διατροφής.
Οι συμμετέχοντες μείωναν κατά 25% έως 35% το αλάτι της διατροφής τους, δηλαδή καθημερινά από 10 γρ. σε 7 γρ. Παράλληλα, για σκοπούς ελέγχου υπήρχε και μια άλλη ομάδα ατόμων, με ανάλογα χαρακτηριστικά που λάμβανε μέρος στις έρευνες αυτές, η οποία όμως δεν μείωνε την πρόσληψη αλατιού από τη διατροφή. Οι 2 μελέτες για το θέμα της υπέρτασης, τερματίστηκαν η μια το 1990 και η άλλη το 1995.
Για τα χρόνια που ακολούθησαν, οι ερευνητές παρακολούθησαν την εξέλιξη όλων των συμμετεχόντων. Διαπίστωσαν ότι αυτοί που μείωναν το αλάτι διατροφής κατά τη διάρκεια των ερευνών, συνέχισαν ως επι το πλείστον να μειώνουν το αλάτι που έτρωγαν.
Στα 10 έως 15 χρόνια που πέρασαν μετά το τέλος των 2 ερευνών, οι γιατροί τεκμηρίωσαν ότι οι ασθενείς που είχαν προ-υπέρταση και συνέχισαν να μειώνουν το αλάτι της διατροφής τους, είχαν 25% λιγότερες πιθανότητες να προσβληθούν από καρδιαγγειακή νόσο και 20% λιγότερες πιθανότητες θανάτου από τις εν λόγω παθήσεις.
Η γνώμη μας είναι ότι στο βαθμό που γνωρίζουμε, πρόκειται για τα πρώτα επαρκώς τεκμηριωμένα στοιχεία που στηρίζουν με ισχυρό τρόπο τη θέση ότι η μείωση του αλατιού διατροφής δεν είναι μόνο καλό για τη μείωση της πίεσης αλλά ταυτόχρονα αποτελεί πρόληψη για τις καρδιαγγειακές παθήσεις.
Οι άνθρωποι σήμερα, καταναλώνουν πολύ περισσότερο αλάτι από ότι ο οργανισμός τους χρειάζεται, της τάξης των 9-10 γρ κάθε μέρα. Χαρακτηριστικά αναφέρουμε ότι οι ημερήσιες ανάγκες σε αλάτι δεν ξεπερνούν την ποσότητα που περιέχεται σε 1 κουταλάκι του γλυκού δηλαδή 5-6 γρ.
Τα έτοιμα φαγητά που αγοράζουμε και άλλα προπαρασκευασμένα τρόφιμα, είναι ιδιαίτερα πλούσια σε αλάτι. Υπολογίζεται ότι το 75% του αλατιού που τρώμε προέρχεται από τρόφιμα ή έτοιμα φαγητά που αγοράζουμε.
Ήδη υπάρχουν εμπειρογνώμονες που ζητούν να ψηφιστούν νόμοι που να υποχρεώνουν τις βιομηχανίες τροφίμων, να περιορίζουν το περιεχόμενο σε αλάτι των προϊόντων τους.
Ας συγκρατήσουμε λοιπόν, ότι υπάρχουν πολλοί λόγοι και επαρκή δεδομένα για να μας ενθαρρύνουν να μειώνουμε το αλάτι που τρώμε καθημερινά σε λιγότερο από 5 γρ., εάν θέλουμε να προστατευτούμε από την ψηλή πίεση και τις καρδιαγγειακές παθήσεις ή τους θανάτους που αυτές προκαλούν.