Η ασπιρίνη (ακετυλοσαλικυλικό οξύ) είναι φάρμακο που μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την πρόληψη και αντιμετώπιση σημαντικού αριθμού παθήσεων. Ωστόσο η χορήγηση της απαιτεί προσοχή διότι μπορεί να συνοδευτεί από σοβαρές παρενέργειες.
Η δράση της ασπιρίνης στο στομάχι και ιδιαίτερα στη βλεννογόνο του οργάνου είναι πολυπαραγοντική. Η βλεννογόνος είναι η επιθηλιακή μεμβράνη που καλύπτει την εσωτερική επιφάνεια, δηλαδή την κοιλότητα του στομαχιού. Η ασπιρίνη είναι αιτία γαστρεντερολογικών διαταραχών και έλκους στο πεπτικό σύστημα.
Το φάρμακο καταστέλλει τη δράση του ενζύμου κυκλοοξυγενάση, αδυνατίζει την άμυνα της βλεννογόνου του στομαχιού και εμποδίζει τη συγκόλληση των αιμοπεταλίων. Επειδή η ασπιρίνη είναι ένα ασθενές οξύ, μπορεί να προκαλεί επίσης τοπική βλάβη στη βλεννογόνο του στομαχιού.
Το ερώτημα που τίθεται είναι εάν το έλκος στο στομάχι που προκαλείται από την ασπιρίνη, δημιουργείται λόγω της άμεσης τοπικής βλάβης που επιφέρει το φάρμακο στη βλεννογόνο του στομαχιού ή εάν το έλκος είναι αποτέλεσμα της γενικής δράσης του φαρμάκου που εκδηλώνεται όταν το φάρμακο κυκλοφορεί διαμέσου του αίματος στον οργανισμό.
Η απάντηση στο εν λόγω ερώτημα έχει σημασία για την πρόληψη των επιπλοκών της ασπιρίνης. Ως γνωστόν υπάρχουν διάφορα φαρμακευτικά σκευάσματα της ασπιρίνης που στόχο έχουν να προστατεύουν τη βλεννογόνο του στομαχιού από τις αρνητικές επιδράσεις του φαρμάκου.
Ερευνητές από την Ολλανδία χρησιμοποίησαν ένα εθνικό αρχείο βάσης δεδομένων ασθενών πρωτοβάθμιας ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης. Εξέτασαν αναδρομικά τις περιπτώσεις 11.891 ασθενών που λάμβαναν καθημερινά 80 mg ασπιρίνη και 7.928 ασθενών που λάμβαναν καθημερινά 100 mg ασπιρίνη σε μορφή αναβραζόντων δισκίων.
Τα αναβράζοντα δισκία ασπιρίνης περιείχαν ένα ασβεστούχο άλας του ακετυλοσαλικυλικού οξέος την ασβεστούχο καρβασαλάτη. Αυτό δεν έχει τις ίδιες αρνητικές επιδράσεις τοπικά στη βλεννογόνο του στομαχιού όπως η ασπιρίνη στη συνήθη μορφή.
Οι Ολλανδοί ερευνητές εξέτασαν τη συχνότητα εκδήλωσης, ενδοσκοπικά αποδεδειγμένου έλκους στο στομάχι μεταξύ αυτών των ασθενών. Για τις δύο μεγάλες ομάδες ασθενών υπολογίστηκε ο παράγοντας χρόνος για την πρόκληση του έλκους στομαχιού.
Τα αποτελέσματα της ενδιαφέρουσας αυτής ανάλυσης έδειξαν:
- Για περίοδο παρακολούθησης διάρκειας 1,9 ετών κατά μέσο όρο αναγνωρίστηκαν συνολικά 115 περιπτώσεις έλκους στο στομάχι
- Μεταξύ των ασθενών που λάμβαναν ασπιρίνη στην κανονική της μορφή και αυτών που λάμβαναν την άλλη μορφή ασπιρίνης δηλαδή τα αναβράζοντα δισκία ασβεστούχου καρβασαλάτης, δεν υπήρχε στατιστικά σημαντική διαφορά στη συχνότητα εκδήλωσης έλκους στο στομάχι.
Με βάση τα ευρήματα τους, οι ερευνητές συμπέραναν, ότι το έλκος στο στομάχι που προκαλεί η ασπιρίνη δεν είναι το αποτέλεσμα της τοπικής αρνητικής της δράσης στη βλεννογόνο του στομαχιού, αλλά περισσότερο της γενικής της δράσης αφού πρώτα εισέλθει στην κυκλοφορία του αίματος.
Η ασπιρίνη όπως και τα άλλα μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη φάρμακα, μπορεί να προκαλούν έλκος στο στομάχι επειδή όταν εισέλθουν στην κυκλοφορία του αίματος ενεργούν καταστέλλοντας την κυκλοοξυγενάση. Το αποτέλεσμα είναι η εξασθένηση της προστασίας της βλεννογόνου του στομαχιού.
Τα φαρμακευτικά σκευάσματα της ασπιρίνης που στόχο έχουν να προστατεύουν από άμεση τοπική βλάβη της βλεννογόνου, τοπικά στο στομάχι έχουν κάποια δράση. Ωστόσο τα εν λόγω σκευάσματα δεν προστατεύουν από τη γενική δράση του φαρμάκου.
Η έρευνα που σας παρουσιάζουμε είναι αναδρομική και για αυτό είναι πιθανόν ότι υποτιμά την πραγματική συχνότητα έλκους και να παρουσιάζει σχετικά λάθη λόγω της μεθόδου.
Ωστόσο υπογραμμίζει το γεγονός ότι οι τοπικές βλάβες που προκαλεί η ασπιρίνη είναι επιφανειακές και δεν είναι απαραίτητες στη δημιουργία έλκους.
Επίσης ένα πολύ αξιόλογο στοιχείο που προσθέτει στις γνώσεις μας, είναι ότι η προστασία από τις εν λόγω τοπικές βλάβες με τη χρήση των ειδικών σκευασμάτων ασπιρίνης, δεν μειώνει τον κίνδυνο πρόκλησης κλινικά σημαντικού έλκους στο στομάχι.