Η συγκοπή είναι η ξαφνική και προσωρινή απώλεια των αισθήσεων που αποκαλείται επίσης λιποθυμία. Συνήθως συμβαίνει όταν υπάρχει πτώση της αρτηριακής πίεσης με αποτέλεσμα να διακόπτεται η συνεχής παροχή οξυγόνου στον εγκέφαλο.
Η συγκοπή διαρκεί μερικά δευτερόλεπτα και μετά ο ασθενής επανακτά τις αισθήσεις του. Μερικοί ασθενείς δεν λιποθυμούν πλήρως αλλά φτάνουν πολύ κοντά στη συγκοπή με μείωση του επιπέδου συνείδησης και αισθήσεων αλλά χωρίς απώλεια τους. Η κατάσταση αυτή αποκαλείται προσυγκοπή.
Η συγκοπή δεν είναι σπάνια. Περίπου 33% των ανθρώπων θα παρουσιάσουν τουλάχιστον μία φορά στη ζωή τους συγκοπή. Υπολογίζεται ότι 3% των εισαγωγών σε τμήματα επειγόντων περιστατικών και 6% όλων των επισκέψεων σε γιατρούς στα νοσοκομεία οφείλονται σε συγκοπές.
1. Ποιες είναι οι αιτίες που προκαλούν συγκοπή;
Οι αιτίες συγκοπής μπορούν να ταξινομηθούν σε 3 μεγάλες κατηγορίες: Καρδιακές, μη καρδιακές και αγνώστου αιτιολογίας.
Συγκοπή λόγω καρδιακής αιτίας
Οι ανωμαλίες της καρδίας μπορούν να προκαλέσουν συγκοπή λόγω παροδικής μείωσης της ροής του αίματος στον εγκέφαλο. Αυτό είναι δυνατό να συμβεί όταν δημιουργηθούν ανωμαλίες στο ηλεκτρικό σύστημα της καρδίας δηλαδή όταν προκληθούν αρρυθμίες με ρυθμό της καρδίας πολύ αργό ή πολύ γρήγορο.
Επίσης είναι δυνατό να προκληθεί συγκοπή, όταν παρεμποδίζεται η έξοδος από την καρδία του αίματος και η αποστολή του στον εγκέφαλο και στον υπόλοιπο οργανισμό, λόγω στένωσης μιας βαλβίδας ή λόγω υπερτροφίας του καρδιακού μυ.
Ο εξαιρετικά αργός ρυθμός της καρδίας με λιγότερους από 40 κτύπους ανά λεπτό (βραδυαρρυθμία), μπορεί να οφείλεται σε εκφυλισμό του φυσικού βηματοδότη της καρδίας ή σε μια βλάβη του ηλεκτρικού ιστού που ενεργοποιεί την καρδία. Ανωμαλίες αυτού του τύπου συμβαίνουν κυρίως λόγω γήρανσης ή ως παρενέργεια φαρμάκων.
Ο υπερβολικά γρήγορος ρυθμός της καρδίας (ταχυαρρυθμία) με περισσότερους από 100 κτύπους ανά λεπτό, μπορεί να εκδηλωθεί στο άνω μέρος της καρδίας (υπερκοιλιακή ταχυκαρδία) ή στο κάτω μέρος της καρδίας (κοιλιακή ταχυκαρδία, κοιλιακή μαρμαρυγή).
Η υπερκοιλιακή ταχυκαρδία προκαλεί ταχυπαλμία με τον ασθενή να αντιλαμβάνεται την ανωμαλία του ρυθμού της καρδίας του, αλλά σπάνια προκαλεί συγκοπή. Αντιμετωπίζεται με φάρμακα ή με ηλεκτροφυσιολογικό τρόπο.
Η κοιλιακή ταχυκαρδία/κοιλιακή μαρμαρυγή είναι αρρυθμία που απειλεί τη ζωή και αιτία συγκοπής. Εκδηλώνεται κυρίως σε ασθενείς με ιστορικό καρδιοπάθειας και απαιτεί άμεση ιατρική αντιμετώπιση.
Στις περιπτώσεις αυτές συχνά χρειάζεται ηλεκτροφυσιολογική μελέτη του ηλεκτρικού ιστού της καρδίας. Επίσης είναι δυνατό να απαιτείται η εμφύτευση απινιδωτή στον ασθενή για άμεση αντιμετώπιση της κοιλιακής μαρμαρυγής όταν αυτή συμβαίνει.
Η στένωση των καρδιακών βαλβίδων, ιδιαίτερα της αορτικής βαλβίδας, μπορεί να οδηγήσει σε συγκοπή. Αυτή συμβαίνει όταν οι ασθενείς ασκούνται σωματικά ή όταν παίρνουν ένα φάρμακο που μειώνει την αρτηριακή πίεση ή τον καρδιακό ρυθμό.
Η στένωση της αορτικής βαλβίδας μπορεί να είναι το αποτέλεσμα γήρανσης, κληρονομική ή συνέπεια καρδιοπάθειας λόγω ρευματικού πυρετού.
Η υπερβολική υπερτροφία του μυοκαρδίου (υπερτροφική καρδιομυοπάθεια) είναι αιτία παρεμπόδισης της ροής του αίματος και κατά συνέπεια συγκοπής.
Συγκοπή λόγω μη καρδιακής αιτίας
Οι περισσότερες συγκοπές ευτυχώς δεν έχουν σχέση με καρδιακές παθήσεις.
Οι συγκοπές λόγω αγγειοκινητικών προβλημάτων είναι οι συχνότερες. Εκδηλώνονται όταν μεγάλο μέρος του όγκου αίματος του οργανισμού παραμένει στα πόδια. Αυτό προκαλεί μια πτώση της αρτηριακής πίεσης, ανεπαρκή ροή αίματος στον εγκέφαλο και συγκοπή.
Οι περισσότερες αγγειοκινητικές συγκοπές οφείλονται σε δύο σημαντικούς μηχανισμούς:
Ο πρώτος είναι η ορθοστατική υπόταση. Η πίεση πέφτει διότι ο οργανισμός δεν μπορεί να συστείλει τα αιμοφόρα αγγεία για να αποφευχθεί η συσσώρευση του αίματος στα πόδια. Η κατάσταση αυτή συμβαίνει συνήθως ως αποτέλεσμα της αφυδάτωσης, παρενεργειών φαρμάκων και διαβήτη (ανεπάρκεια ή απώλεια των αγγειοσυσπαστικών αντανακλαστικών των αγγείων των κάτω άκρων).
Ο αγγειοκινητικός είναι ο δεύτερος μηχανισμός που ευθύνεται για το 80% των συγκοπών (αγγειοκινητικές συγκοπές, παρασυμπαθητικοτονικές συγκοπές, vasovagal syncope, νευροκαρδιογενής λιποθυμία).
Όταν ένα άτομο υποβληθεί σε κάποιους ερεθισμούς, όπως για παράδειγμα όταν σταθεί για μεγάλο χρονικό διάστημα, διεγείρεται ένα αντανακλαστικό από το αγγειοκινητικό κέντρο που βρίσκεται στο στέλεχος του εγκεφάλου.
Το εν λόγω κέντρο, ελέγχει και διατηρεί την κανονική κατάσταση συστολής και διαστολής των αγγείων στα κάτω μέλη. Στην αγγειοκινητική συγκοπή αφήνει τα αγγεία των κάτω μελών σε διάταση με αποτέλεσμα να συλλέγεται μεγάλο μέρος του αίματος εκεί, προκαλώντας έτσι βραδυκαρδία και συγκοπή.
Όταν ο ασθενής λιποθυμήσει, η βαρύτητα δεν κρατά το αίμα μακριά από το εγκέφαλο και έτσι οι αισθήσεις επανέρχονται.
Το αγγειοκινητικό αντανακλαστικό (vasovagal reflex) μπορεί να ενεργοποιηθεί από μια σειρά ερεθισμών όπως ο πολύ έντονος πόνος, η παραμονή σε όρθια θέση σε ένα θερμό χώρο με πλήθος κόσμου, η όψη του αίματος, το ζεστό ντους, η διούρηση ή η αφόδευση.
Η συγκοπή λόγω αγγειοκινητικού αντανακλαστικού μπορεί να έχει προειδοποιητικά συμπτώματα όπως ξαφνικό χασμουρητό, ναυτία, ζαλάδα, εφίδρωση, βουητό στα αυτιά και προβλήματα στην όραση όπως για παράδειγμα μείωση της αίσθησης του φωτός.
Συχνά μετά την αγγειοκινητική συγκοπή υπάρχει ένα αίσθημα έντονης κούρασης και εξουθένωσης. Οι ασθενείς που παρουσιάζουν συχνά αγγειοκινητικές συγκοπές, είναι σε θέση να αναγνωρίζουν τα προειδοποιητικά σημεία και να ξαπλώνουν κάτω αποτρέποντας έτσι τη συγκοπή.
Η συχνότερη νευρολογική αιτία συγκοπής είναι οι σπασμοί. Πριν από τους σπασμούς μπορεί να εκδηλωθούν τα χαρακτηριστικά σημεία της αύρας της επιληψίας ή μερικές φορές νευρικά τινάγματα του σώματος.
Τα εγκεφαλικά επεισόδια ή τα παραλίγο εγκεφαλικά (παροδικά αγγειακά ισχαιμικά εγκεφαλικά επεισόδια), σπάνια προκαλούν συγκοπή. Μια ειδική μορφή αποπληξίας επηρεάζει το πίσω μέρος του εγκεφάλου και μπορεί να προκαλέσει ξαφνική απώλεια της σταθερότητας και πτώση. Όμως συνήθως στις περιπτώσεις αυτές οι αισθήσεις του ασθενούς διατηρούνται.
Οι συγκοπές λόγω μεταβολικών ή ενδοκρινολογικών αιτιών είναι σπάνιες. Περιλαμβάνουν την υπογλυκαιμία, την υποξαιμία και την υπόταση λόγω χαμηλών επιπέδων των κορτικοστεροειδών στο αίμα (ασθένεια Addison).
2. Συγκοπή: Ποια η διαγνωστική διερεύνηση, που πρέπει να γίνεται;
Το ιστορικό του ασθενούς και η κλινική εξέταση είναι ο θεμέλιος λίθος της αξιολόγησης του ασθενούς με συγκοπή.
Ένα λεπτομερές ιστορικό που περιγράφει κάθε επεισόδιο συγκοπής δίνει πολύτιμες πληροφορίες. Η κατάσταση του ασθενούς πριν το επεισόδιο συγκοπής, η κατάσταση ενυδάτωσης του, τα συμπτώματα που προηγήθηκαν, ο χρόνος και η διάρκεια του επεισοδίου, ο τραυματισμός ή όχι του ασθενούς λόγω συγκοπής, η κατάσταση του μετά την επανάκτηση των αισθήσεων του, είναι πληροφορίες που απαιτούνται για την ανεύρεση της αιτίας της συγκοπής.
Οι ασθενείς μπορούν να βοηθούν τους γιατρούς τους παρέχοντας μια λεπτομερή περιγραφή των συνθηκών κάτω από τις οποίες συνέβηκε η συγκοπή.
Η κλινική εξέταση έχει επίσης καθοριστικό ρόλο. Ο γιατρός πρέπει να ελέγξει τον καρδιακό ρυθμό, την αρτηριακή πίεση με τον ασθενή ξαπλωμένο και στέκοντας. Η πίεση πρέπει να μετριέται στα άνω και κάτω μέλη.
Η λεπτομερής καρδιακή εξέταση με ειδική σημασία στην ανίχνευση ανώμαλων καρδιακών φυσημάτων είναι απαραίτητη όπως επίσης και η λεπτομερής νευρολογική εξέταση.
Το ιστορικό και η κλινική εξέταση του ασθενούς προσανατολίζουν προς την ορθή διάγνωση στις περισσότερες περιπτώσεις.
Διάφορες συμπληρωματικές εξετάσεις συμβάλλουν στη διάγνωση όπως το ηλεκτροκαρδιογράφημα, αναλύσεις αίματος (μέτρηση μεταξύ άλλων της γλυκόζης αίματος, των ηλεκτρολυτών καλίου και νατρίου, γενική αίματος με μέτρηση αιμοσφαιρίνης και των έμμορφων στοιχείων του αίματος).
Ανάλογα με την περίπτωση οι γιατροί μπορεί να ζητήσουν αξονική τομογραφία, μαγνητική τομογραφία, μαγνητική αγγειογραφία, εγκεφαλογράφημα.
Στις περιπτώσεις που υπάρχει υποψία ότι πρόκειται για αγγειοκινητική συγκοπή, η θεραπεία μπορεί να αρχίσει άμεσα. Σε μερικές περιπτώσεις ένα τεστ ορθοστατικής υπότασης μπορεί να βοηθά.
Εάν υπάρχει υποψία για συγκοπή εξαιτίας καρδιακής πάθησης, η εξέταση με υπερήχους της καρδίας, η καταγραφή του καρδιακού ρυθμού και εάν κριθεί αναγκαίο ένα τεστ κοπώσεως, πιθανόν να ζητηθούν από το γιατρό.
Σε σπάνιες περιπτώσεις μπορεί να χρειαστούν ηλεκτροφυσιολογικές μελέτες της καρδίας. Στις εξετάσεις αυτές, με ειδικό καθετήρα που εισέρχεται στην καρδία, αξιολογείται το ηλεκτρικό σύστημα του οργάνου.
Η μαγνητική τομογραφία της καρδίας βοηθά στην αξιολόγηση ορισμένων οικογενειακών μορφών καρδιακής συγκοπής.
Στις περιπτώσεις που υπάρχει υποψία ότι πρόκειται για συγκοπή λόγω νευρολογικής πάθησης, η μαγνητική τομογραφία του εγκεφάλου όπως επίσης και το ηλεκτροεγκεφαλογράφημα βοηθούν στον καθορισμό της διάγνωσης.
3. Συγκοπή: Ποια είναι η θεραπεία;
Η θεραπεία της συγκοπής εξαρτάται από την αιτία που την προκάλεσε.
Η βραδυκαρδία μπορεί να χρειάζεται την τοποθέτηση βηματοδότη. Εάν η αιτία της βραδυκαρδίας είναι ένα φάρμακο που χορηγείται στον ασθενή, αυτό πρέπει να αντικατασταθεί από ένα άλλο που δεν έχει την εν λόγω παρενέργεια.
Για την ταχυκαρδία υπάρχουν διάφοροι τρόποι αντιμετώπισης.
Τα φάρμακα δεν χρησιμοποιούνται συχνά διότι έχουν παρενέργειες, και ίσως να προκαλέσουν χειρότερες ανωμαλίες του ρυθμού. Για αυτούς τους λόγους, σπάνια χρησιμοποιούνται ως θεραπεία πρώτης γραμμής για τις ταχυκαρδίες που προκαλούν συγκοπή.
Εάν οι ηλεκτροφυσιολογικές μελέτες δείχνουν ότι υπάρχει μέρος του ηλεκτρικού δικτύου της καρδίας που ευθύνεται για την ταχυκαρδία, τότε αυτό είναι δυνατόν να εξουδετερωθεί.
Ο απινιδωτής που εμφυτεύεται κάτω από το δέρμα και συνδέεται με καλώδιο με την καρδία, μπορεί να ανιχνεύει σοβαρές αρρυθμίες και να τις καταστέλλει με τη χορήγηση ηλεκτρικού σοκ.
Η αορτική στένωση χρειάζεται καρδιοχειρουργική επέμβαση με αντικατάσταση της βαλβίδας. Η υπερτροφική καρδιομυοπάθεια χρειάζεται θεραπεία με φάρμακα και κάποτε εσωτερικό, εμφυτευμένο απινιδωτή.
Η αγγειοκινητική συγκοπή συσχετίζεται κυρίως με επεισόδια λιποθυμίας λόγω αγγειοκινητικού αντανακλαστικού. Οι συγκοπές αυτές δίνουν συνήθως προειδοποιητικά σημεία που επιτρέπουν στον ασθενή να ξαπλώσει κάτω, να ψηλώσει τα πόδια πάνω και να αποτρέψει έτσι τη συγκοπή.
Οι ασθενείς που παρουσιάζουν αγγειοκινητική συγκοπή, πρέπει να προσέχουν την ενυδάτωση τους και να αποφεύγουν την αφυδάτωση οποιουδήποτε βαθμού.
Στις ανθεκτικές περιπτώσεις είναι δυνατό να χορηγηθούν φάρμακα τα οποία δυστυχώς δεν είναι πολύ αποτελεσματικά.
Τα φάρμακα αυτά στοχεύουν στο να συστέλλουν τα αιμοφόρα αγγεία ή και να αυξάνουν τον όγκο αίματος του ασθενούς. Επίσης μπορούν να χρησιμοποιηθούν βήτα αναστολείς και αντικαταθλιπτικά φάρμακα με ποικίλου βαθμού αποτελεσματικότητα.
Στις περιπτώσεις νευρολογικών ή ενδοκρινολογικών διαταραχών που προκαλούν συγκοπή, επιβάλλεται η αντιμετώπιση σε συνεργασία με τους αντίστοιχους ειδικούς.