Οι
ανωμαλίες του ρυθμού της καρδίας που συμβαίνουν μετά από το τεστ κοπώσεως,
αποτελούν ένα σημαντικό προγνωστικό παράγοντα που δείχνει ποιοι ασθενείς
κινδυνεύουν περισσότερο να πεθάνουν.
Το τεστ κοπώσεως χρησιμοποιείται από τους γιατρούς κατά τα τελευταία 50
χρόνια και συνεχίζει να παρέχει πολύτιμες υπηρεσίες.
Μέχρι σήμερα οι γιατροί χρησιμοποιούν το τεστ κοπώσεως για να βρουν
τους ασθενείς εκείνους που πάσχουν από στένωση των στεφανιαίων αγγείων της
καρδίας. Εκείνο που κοιτάζουν ιδιαίτερα είναι οι αλλαγές στην
κατάσταση του ασθενή (πίεση, δύσπνοια, πόνος στο στήθος) και την εξέλιξη
του ηλεκτροκαρδιογραφήματος κατά τη διάρκεια της δοκιμασίας.
Όμως όταν τελειώσει το τεστ και ο ασθενής κατεβεί από τον κυλιόμενο
τάπητα σχεδόν κανένας δεν συνεχίζει να παρακολουθεί τι συμβαίνει με την
καρδία.
Μια πρωτοποριακή κλινική έρευνα από γιατρούς του πανεπιστημίου του
Cleveland που έγινε σε 29.244 ασθενείς και
διήρκεσε για 10 χρόνια, έδωσε νέες πληροφορίες για το ποιοι ασθενείς
κινδυνεύουν περισσότερο από θάνατο.
Συγκεκριμένα οι ερευνητές βρήκαν ότι οι ανωμαλίες του
ρυθμού της καρδίας που συμβαίνουν στα μερικά λεπτά μετά από το τεστ
κοπώσεως και όταν πια ο ασθενής έχει κατεβεί από τον κυλιόμενο τάπητα,
αποτελούν μια καλύτερη ένδειξη κινδύνου θανάτου παρά οι ανωμαλίες που
παρατηρούνται κατά τη διάρκεια του τεστ. |
Οι πληροφορίες αυτές έχουν μεγάλη αξία διότι οδηγούν τους γιατρούς
στο να εξετάζουν καλύτερα το τι συμβαίνει μετά από το τεστ. Στις
περιπτώσεις εκείνες που διαπιστώνουν ότι υπάρχουν αρρυθμίες κοιλιακού
τύπου στα μερικά λεπτά μετά από το τεστ, τότε θα πρέπει να λάβουν
επιπρόσθετα μέτρα διερεύνησης, θεραπείας και παρακολούθησης των ασθενών
αυτών.
Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι οι ασθενείς με συχνές εκτοπικές κοιλιακές
αρρυθμίες (περισσότεροι από 7 αρρυθμικοί κοιλιακοί κτύποι διαφόρων ειδών
ανά λεπτό) που παρουσιάζονταν μετά από το τεστ κατά τη φάση της ανάκαμψης,
είχαν 11% κίνδυνο να πεθάνουν μέσα στα 5 χρόνια που ακολουθούσαν. Αντίθετα
οι ασθενείς που δεν παρουσίαζαν τέτοιου είδους ανωμαλίες, είχαν μόνο 5%
κίνδυνο θανάτου.
Επίσης διαπιστώθηκε ότι οι ασθενείς που παρουσίαζαν εκτοπικές κοιλιακές
αρρυθμίες κατά το τεστ κοπώσεως είχαν 9% αυξημένο κίνδυνο θανάτου ενώ
εκείνοι που παρουσίαζαν τις ανωμαλίες αυτές μετά από το τεστ, είχαν 11%
κίνδυνο θανάτου.
Το συμπέρασμα είναι ότι οι κοιλιακές αρρυθμίες που εκδηλώνονται μετά
από το τεστ κοπώσεως θα πρέπει να αναζητούνται διότι δείχνουν ότι η καρδία
του ασθενούς δεν είναι σε καλή κατάσταση.
Στους ασθενείς αυτούς επιβάλλεται να γίνεται περισσότερη διερεύνηση
για να βρεθεί η γενεσιουργός αιτία και να δοθεί μια αποτελεσματική
θεραπεία.
Απλά θα πρέπει ο γιατρός να παρακολουθεί τον ασθενή και το
ηλεκτροκαρδιογράφημα του για ένα μικρό χρονικό διάστημα μετά το τέλος του
τεστ κοπώσεως, όταν θα κατεβεί ο ασθενής από τον κυλιόμενο τάπητα.