Τι είναι η μυοκαρδίτιδα και η περικαρδίτιδα;
Η μυοκαρδίτιδα είναι μια σοβαρή πάθηση που δημιουργείται από μια φλεγμονή του μυοκαρδίου η οποία μπορεί να έχει διάφορες αιτιολογίες. Πρόκειται για μια σπάνια πάθηση.
Η περικαρδίτιδα είναι πάθηση που χαρακτηρίζεται από τη φλεγμονή του περικαρδίου. Το περικάρδιο είναι η μεμβράνη που περιβάλλει την καρδία.
Πρέπει να τονίσουμε ότι η μυοκαρδίτιδα και η περικαρδίτιδα αποτελούν σπάνιες επιπλοκές των ιογενών λοιμώξεων.
Ποια είναι η αιτιολογία;
Η μυοκαρδίτιδα μπορεί να προκληθεί από διάφορους μικροοργανισμούς και από τοξίνες.
Οι ιογενείς λοιμώξεις είναι η συνηθέστερη αιτιολογία της μυοκαρδίτιδας.
Οι ιοί της οικογένειας των εντερικών ιών, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται οι ιοί coxsackie, οι ιοί echovirus και οι αδενοϊοί είναι η πιο συχνή αιτία της μυοκαρδίτιδας.
Οι ιοί coxsackie B είναι οι πλέον επικίνδυνοι για την πρόκληση σοβαρών ή και θανατηφόρων περιστατικών μυοκαρδίτιδας και περικαρδίτιδας. Συνήθως οι ιοί αυτοί προκαλούν γαστρεντερίτιδες αλλά έχουν την δυνατότητα να προσβάλουν το μυοκάρδιο και το περικάρδιο.
Υπάρχουν και άλλοι παράγοντες, που μπορούν να προκαλέσουν μυοκαρδίτιδα. Μεταξύ αυτών περιλαμβάνονται βακτηρίδια, παράσιτα, άλλοι ιοί, η ακτινοβολία, χημικές ουσίες και φάρμακα. Επίσης υπάρχουν ασθένειες, όπως οι κολλαγονώσεις που συνοδεύονται από μυοκαρδίτιδα.
Η περικαρδίτιδα μπορεί να προκληθεί από ιούς, όπως οι ιοί coxsackie και οι αδενοϊοί.
Οι τραυματισμοί, διάφορες ασθένειες όπως ο καρκίνος, η λευχαιμία, το AIDS είναι δυνατόν να προκαλέσουν περικαρδίτιδα.
Ποια είναι τα συμπτώματα της μυοκαρδίτιδας και της περικαρδίτιδας;
Ο πυρετός και ο πόνος στην περιοχή του στήθους υπάρχουν και στις δύο παθήσεις.
Υπάρχει επίσης και μια κούραση που συνοδεύεται από μυϊκούς πόνους που οφείλονται πολύ συχνά στην ίωση που προκαλεί την μυοκαρδίτιδα ή την περικαρδίτιδα.
Οι ασθενείς με μυοκαρδίτιδα είναι δυνατόν να παρουσιάσουν ταχυκαρδία, αρρυθμία και καρδιακή ανεπάρκεια. Σε ορισμένες περιπτώσεις, ευτυχώς σπάνιες, μπορεί να επέλθει ο θάνατος.
Στην περίπτωση της περικαρδίτιδας ο πόνος συνήθως μειώνεται όταν ο ασθενής κάθεται. Παράλληλα είναι δυνατόν να είναι πολύ έντονος, να επεκτείνεται προς την περιοχή του λαιμού, του ώμου, της πλάτης και της κοιλιάς.
Ο πόνος στην περικαρδίτιδα αυξάνεται όταν ο ασθενής αναπνέει βαθιά. Παράλληλα παρατηρούνται δυσκολίες στην αναπνοή με τον ασθενή να δυσκολεύεται να ξαπλώσει. Σαν αποτέλεσμα ο ασθενής προτιμά να κάθεται ή να στέκεται διότι στις θέσεις αυτές η αναπνοή του βελτιώνεται.
Στην περικαρδίτιδα ο ξηρός βήχας μπορεί να επιδεινώνει τις δυσκολίες της αναπνοής.
Πώς γίνεται η διάγνωση;
Η διάγνωση βασίζεται στο ιστορικό του ασθενούς και στην κλινική εξέταση.
Στη μυοκαρδίτιδα τα κλινικά σημεία και συμπτώματα μπορούν να εκδηλωθούν στο χρονικό διάστημα που ακολουθεί τη μόλυνση με κάποιο ιό. Το διάστημα αυτό είναι δυνατόν να επεκταθεί και μέχρι 6 μήνες μετά τη μόλυνση.
Στην περικαρδίτιδα η εξέταση με το στηθοσκόπιο δείχνει μια μείωση της έντασης των καρδιακών κτύπων. Παράλληλα ακούγεται ένας χαρακτηριστικός ήχος λόγω τριβής του περικαρδίου.
Η συλλογή υγρού μέσα στο περικάρδιο, που είναι δυνατόν να υπάρχει στις περικαρδίτιδες, εμποδίζει την κανονική λειτουργία της καρδίας με κίνδυνο να επηρεαστούν και οι πνεύμονες.
Ορισμένες εξετάσεις παρέχουν σημαντικές πληροφορίες που είναι χρήσιμες για τη διάγνωση των παθήσεων αυτών.
Η ακτινογραφία του θώρακα, το ηλεκτροκαρδιογράφημα, το υπερηχογράφημα της καρδιάς, είναι μεταξύ των πρώτων εξετάσεων που γίνονται.
Σε ορισμένες περιπτώσεις περικαρδίτιδας μπορεί να χρειαστεί να γίνουν απεικονιστικές εξετάσεις με μαγνητική τομογραφία (MRI) ή με αξονικό τομογράφο (CTscan).
Στη μυοκαρδίτιδα η βιοψία του μυοκαρδίου μπορεί να επιβεβαιώσει τη διάγνωση.
Οι αναλύσεις αίματος δίνουν επιπρόσθετες πληροφορίες, που συμπληρώνουν την εικόνα της μυοκαρδίτιδας ή της περικαρδίτιδας.
Τα καρδιακά ένζυμα LDH, CPK, αυξάνονται σε μέτριο βαθμό στην περικαρδίτιδα και περισσότερο στη μυοκαρδίτιδα.
Η γενική αίματος, η ταχύτητα καθίζησης των ερυθρών αιμοσφαιρίων είναι δυνατόν να δείξουν ότι υπάρχει μόλυνση ή φλεγμονή.
Στην περικαρδίτιδα είναι πιθανόν να χρειαστεί να γίνει παρακέντηση του περικαρδίου με αναρρόφηση υγρού. Η επέμβαση αυτή μπορεί να έχει ανακουφιστικό θεραπευτικό στόχο.
Ταυτόχρονα όμως το υγρό που λαμβάνεται μπορεί να σταλεί για ανάλυση και καλλιέργειες, για αναγνώριση των χαρακτηριστικών του και πιθανόν ανεύρεση του παράγοντα που έχει προκαλέσει την πάθηση.
Ποια η θεραπεία και πρόγνωση;
Ο στόχος της θεραπείας είναι η ανακούφιση του ασθενή, η μείωση του πόνου, η καταπολέμηση της φλεγμονής και η βελτίωση της καρδιακής λειτουργίας.
Είναι σημαντικό, στο μέτρο του δυνατού, να αναγνωρισθεί η ακριβής αιτιολογία, που έχει προκαλέσει την περικαρδίτιδα ή τη μυοκαρδίτιδα για να δοθεί εάν υπάρχει μια ειδική θεραπεία εναντίον του παράγοντα, που προκάλεσε τη νόσο.
Τα αναλγησικά και αντιφλεγμονώδη φάρμακα (στεροειδή και μη στεροειδή) δίνονται αρχικά για την καταπολέμηση του πόνου και την μείωση της φλεγμονής που προκαλεί τις νόσους αυτές.
Στη μυοκαρδίτιδα υπάρχει η ανάγκη σε αρκετές περιπτώσεις, να χορηγηθούν φάρμακα εναντίον των αρρυθμιών, που πιθανόν να προκύψουν. Επίσης μπορεί να χρειαστούν φάρμακα, που να τονώνουν το μυοκάρδιο.
Σε περιπτώσεις που εκδηλώνεται καρδιακή ανεπάρκεια χρειάζονται εκτός από τα καρδιοτονωτικά φάρμακα, διουρητικά, οξυγόνο και σε ορισμένους ασθενείς και αντιπηκτική θεραπεία.
Στην περικαρδίτιδα η αφαίρεση υγρού από το περικάρδιο, επιβάλλεται όταν η συλλογή του υγρού είναι τέτοια που εμποδίζει την κανονική λειτουργία της καρδίας.
Η πρόγνωση της μυοκαρδίτιδας μπορεί να είναι πολύ σοβαρή και να απειλεί τη ζωή. Η εξέλιξη εξαρτάται και από την αιτία που την προκάλεσε. Οι επιπλοκές που μπορούν να εγκατασταθούν είναι η καρδιακή ανεπάρκεια, η περικαρδίτιδα και η καρδιομυοπάθεια.
Η πρόγνωση της περικαρδίτιδας μπορεί να είναι καλή όμως υπάρχουν και περιστατικά με κίνδυνο για τη ζωή. Οι περισσότεροι ασθενείς αναρρώνουν μετά από 2 εβδομάδες έως 3 μήνες. Ο κίνδυνος είναι σημαντικός όταν συσσωρευτεί μεγάλη ποσότητα υγρού στο περικάρδιο με αποτέλεσμα να επηρεάζεται η καρδιακή λειτουργία.
Πρόληψη
Η πρόληψη έχει ως στόχο την αποφυγή και απομάκρυνση των αιτιολογικών παραγόντων.
Στις περιπτώσεις των μολυσματικών μεταδοτικών παραγόντων, όπως οι εντεροϊοί, οι ιοί coxsackie, echovirus και οι αδενοϊοί, τα προληπτικά μέτρα έχουν ως στόχο τη διακοπή της μετάδοσης της νόσου, από το ένα άτομο στο άλλο.
Η αποτελεσματική εφαρμογή μέτρων πρόληψης στις περιπτώσεις αυτές σταματά την εκδήλωση επιδημιών που προκαλούνται από τις ιώσεις αυτές.
Να υπενθυμίσουμε ότι οι πιο πάνω ιώσεις έχουν αυξημένη συχνότητα κατά την άνοιξη και το φθινόπωρο και έτσι πρέπει να υπάρχει μεγαλύτερη εγρήγορση στις εποχές αυτές για έγκαιρη αντιμετώπιση του προβλήματος.
Οι ιώσεις είναι μεταδοτικές ιδιαίτερα κατά την οξεία φάση.
Οι πιο πάνω ιοί μπορούν να μεταδοθούν δια μέσου της εντερικής οδού και γι' αυτό πρέπει να πλένονται καλά τα χέρια μετά από το αποχωρητήριο, όπως επίσης και πριν από κάθε γεύμα.
Παράλληλα χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή, με πλύσιμο των χεριών όταν αλλάζονται οι πάνες των βρεφών.
Οι ίδιες προφυλάξεις πρέπει να λαμβάνονται, από το προσωπικό που φροντίζει άτομα με ειδικές ανάγκες σε ιδρύματα, νοσοκομεία ή σε σπίτια.
Οι τροφές, τα φρούτα και τα λαχανικά πρέπει να πλένονται καλά.
Η καλή διατροφή και η αποφυγή της υπερκόπωσης συντείνουν στην καλή υγεία του οργανισμού με αποτέλεσμα να μπορεί να αντισταθεί περισσότερο σε μια πιθανή προσβολή από ένα επιθετικό ιό.
Συστήνεται επίσης η αποφυγή των χώρων όπου συνωστίζονται πολλά άτομα. Δεν αποκλείεται κάποιοι ιοί να μεταδίδονται με σταγονίδια, που εκπέμπονται κατά την ομιλία, τα φιλιά ή το φτέρνισμα.