Οι αρρυθμίες (ανωμαλίες του ρυθμού της καρδίας) είναι πρόβλημα το οποίο μπορεί να εκδηλωθεί από μόνο του ή να αποτελεί σημείο διαφόρων άλλων παθήσεων. Οι αρρυθμίες μπορεί να είναι χαμηλού βαθμού επικινδυνότητας ή αντίθετα να απειλούν άμεσα τη ζωή.
Πολλοί άνθρωποι διερωτώνται για το πόσοι είναι οι κανονικοί κτύποι της καρδίας. Υπάρχουν πράγματι διακυμάνσεις του ρυθμού, των κτύπων ανά λεπτό της καρδίας, που δημιουργούν απορίες.
Σε ένα ενήλικα σε κατάσταση ηρεμίας ο κανονικός ρυθμός της καρδίας κυμαίνεται από 60 έως 100 κτύπους ανά λεπτό. Η μέτρηση των κτύπων ανά λεπτό γίνεται εύκολα με τη ψηλάφηση του σφυγμού στον καρπό του χεριού. Επίσης μπορεί να μετρηθεί με τη ψηλάφηση του σφυγμού σε άλλα μέρη του σώματος και ιδιαίτερα στην περιοχή των καρωτίδων αρτηριών στο λαιμό, πλάγια και προς τα πάνω από την κάθε μεριά του λάρυγγα.
Όταν ο ρυθμός είναι άνω των 100 ή κάτω των 60 κτύπων ανά λεπτό (ταχυκαρδία ή βραδυκαρδία), πρέπει να τίθεται το ερώτημα γιατί αυτό συμβαίνει. Το πρώτο, που πρέπει να τεκμηριωθεί είναι εάν συνεχώς υπάρχει ψηλός ή χαμηλός ρυθμός ή εάν αυτό συνέβαινε μόνο για μικρό χρονικό διάστημα.
Εάν ο ασυνήθιστα ψηλός ή χαμηλός ρυθμός της καρδίας επιμένει ή εάν συνοδεύεται από συμπτώματα όπως ζαλάδες, τάση για λιποθυμία, στηθάγχη (πόνο στο στήθος) ή δύσπνοια, τότε η συμβουλή του γιατρού χρειάζεται άμεσα.
Πρέπει βέβαια να γνωρίζουμε, ότι ορισμένες καταστάσεις συνοδεύονται φυσιολογικά από αύξηση ή μείωση του ρυθμού της καρδίας. Για παράδειγμα όταν τρέχουμε ή κάνουμε άλλη σωματική προσπάθεια, η καρδία για να εφοδιάσει το σώμα με το οξυγόνο που χρειάζεται αναγκάζεται να κτυπά με μεγαλύτερη συχνότητα και έτσι ο ρυθμός της αυξάνεται.
Η συναισθηματική κατάσταση, οι έντονες συγκινήσεις επηρεάζουν επίσης τον καρδιακό ρυθμό. Σε καταστάσεις έντονου και ξαφνικού στρες ή φόβου είναι γνωστό ότι η αδρεναλίνη που εκκρίνεται από τα επινεφρίδια στο αίμα, αυξάνει τον καρδιακό ρυθμό.
Η γενική σωματική κατάσταση, εάν κάποιος βρίσκεται σε φόρμα ή όχι, έχουν σχέση με τον καρδιακό ρυθμό. Όσο πιο καλά προπονημένος είναι κάποιος τόσο πιο αργά επιταχύνεται η καρδία του σε περίπτωση που απαιτείται να προσφέρει περισσότερο οξυγονωμένο αίμα στους ιστούς του σώματος, όταν είναι αναγκαίο λόγω μιας προσπάθειας.
Εάν το άτομο δεν βρίσκεται σε καλή κατάσταση και δεν ασκείται τακτικά τότε ο ρυθμός της καρδίας του ανεβαίνει περισσότερο και γρηγορότερα στις σωματικές προσπάθειες που καταβάλλει (τρέξιμο, γρήγορο περπάτημα, κολύμπι, ποδηλασία ή όταν ανεβαίνει μια σκάλα σε κλιμακοστάσιο).
Οι καλά προπονημένοι αθλητές μπορεί να έχουν ρυθμό καρδίας που είναι φυσιολογικά κάτω των 60 κτύπων ανά λεπτό ή ακόμη να κατεβαίνει όταν είναι ήρεμοι στους 40 ανά λεπτό. Οι ενήλικες που βρίσκονται σε καλή φόρμα έχουν συνήθως ρυθμό καρδίας προς τα χαμηλότερα φυσιολογικά όρια γεγονός που δείχνει καλύτερη κατάσταση του καρδιαγγειακού τους συστήματος.
Ας μην ξεχνούμε ότι υπάρχουν και άλλοι παράγοντες που επηρεάζουν το ρυθμό της καρδίας; όπως διάφορα φάρμακα (βήτα αναστολείς ή βήτα διεγέρτες), η θέση του σώματος (όρθια ή ξάπλα), η σωματική διάπλαση, η θερμοκρασία του περιβάλλοντος και οπωσδήποτε πολλές ασθένειες (υπερθυρεοειδισμός, καρδιακές αρρυθμίες, μολύνσεις με εμπύρετες καταστάσεις, άσθμα, αναιμία, πνευμονική εμβολή και άλλες)
Βλέπουμε λοιπόν, ότι για την αξιολόγηση και τη διάγνωση δεν πρέπει να εξετάζεται μόνο ο ρυθμός της καρδίας αλλά το σύνολο της σωματικής κατάστασης και της υγείας ενός ατόμου.
Η ταχυκαρδία χαρακτηρίζεται από καρδιακό ρυθμό με άνω των 100 κτύπων της καρδίας ανα λεπτό. Είναι σημαντικό στις ταχυκαρδίες να αξιολογείται πλήρως ο ασθενής για να διαφανεί μέχρι πόσους κτύπους φτάνει η καρδία, εάν συνοδεύεται από άλλες ανωμαλίες του ρυθμού, εάν υπάρχουν άλλες παθήσεις που την προκαλούν ή εάν πρόκειται για πρόβλημα του νευρικού ιστού της καρδίας που δημιουργεί, ρυθμίζει και ελέγχει την καρδιακή ηλεκτρική δραστηριότητα.
Υπάρχουν ταχυκαρδίες που είναι παροδικές και δεν έχουν ιδιαίτερη παθολογική σημασία. Επίσης ορισμένοι ασθενείς δεν το γνωρίζουν ότι πάσχουν από ταχυκαρδία μέχρι που ένας γιατρός κάνει τη διάγνωση. Υπάρχουν όμως και ταχυκαρδίες που είναι σε θέση να απειλούν τη ζωή του ασθενούς.
Η ταχυκαρδία εάν είναι σοβαρής μορφής μπορεί να προκαλεί συμπτώματα λόγω κακής οξυγόνωσης των οργάνων και άλλων ιστών του σώματος. Σε αυτά συμπεριλαμβάνονται ζαλάδες, τάση για λιποθυμία, ταχυπαλμία με τον ασθενή να νιώθει στο στήθος την καρδία του να κτυπά, αλλοιώσεις της όρασης, πόνος στο στήθος, δύσπνοια και απώλεια αισθήσεων.
Η αντιμετώπιση της ταχυκαρδίας εξαρτάται από την αιτία που την προκαλεί.
Η βραδυκαρδία χαρακτηρίζεται από καρδιακό ρυθμό κάτω των 60 κτύπων ανά λεπτό. Όπως έχουμε αναφέρει ο ρυθμός της καρδίας πρέπει να εξετάζεται στα ευρύτερα πλαίσια της κατάστασης του ατόμου. Για παράδειγμα οι αθλητές μπορεί να έχουν φυσιολογικά χαμηλότερους κτύπους καρδίας. Επίσης κατά τον ύπνο, οι κτύποι της καρδίας ανά λεπτό είναι λιγότεροι.
Πολλοί άνθρωποι με βραδυκαρδία δεν παρουσιάζουν συμπτώματα. Ωστόσο μια βραδυκαρδία κάτω των 50 κτύπων ανά λεπτό που είναι μόνιμη πρέπει να διερευνάται από τό το γιατρό.
Τα σημεία και συμπτώματα που προκαλούνται από τη βραδυκαρδία οφείλονται στην ανεπαρκή παροχή αίματος στον οργανισμό του ασθενούς. Σε αυτά περιλαμβάνονται αδυναμίες, ζαλάδες, κούραση, δύσπνοια, στηθάγχη, σύγχυση, προβλήματα του ύπνου, τάσεις λιποθυμίας και απώλεια αισθήσεων.
Η βραδυκαρδία μπορεί να προκαλείται λόγω βλαβών στο σύστημα νευρικών κυττάρων που ελέγχουν τη δραστηριότητα της καρδίας ή να είναι σύμπτωμα μιας άλλης κατάστασης όπως ο υποθυρεοειδισμός, οι ηλεκτρολυτικές διαταραχές, οι καρδιαγγειακές παθήσεις, η γήρανση και οι παρενέργειες ορισμένων φαρμάκων.
Η αντιμετώπιση της βραδυκαρδίας εξαρτάται από τη γενεσιουργό αιτία.
Συνοπτικά θα συγκρατήσουμε ότι ο ρυθμός της καρδίας κυμαίνεται κανονικά μεταξύ 60 και 100 κτύπων ανά λεπτό αλλά υπάρχουν επιπρόσθετα φυσιολογικές διακυμάνσεις ανάλογα με τη φυσική κατάσταση του κάθε ανθρώπου.
Η αξιολόγηση του ρυθμού της καρδίας πρέπει να λαμβάνει υπόψη το σύνολο της κατάστασης του κάθε ανθρώπου. Σε περιπτώσεις διακύμανσης του ρυθμού πέραν των φυσιολογικών ορίων με συνύπαρξη σημείων ή συμπτωμάτων που εμπνέουν ανησυχία επιβάλλεται η γνώμη και η διερεύνηση του ασθενούς από γιατρό.