Ο σακχαρώδης διαβήτης είναι ασθένεια που χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη ψηλής ποσότητας γλυκόζης στο αίμα. Παρουσιάζεται όταν το πάγκρεας, που είναι αδένας που εντοπίζεται πίσω από το στομάχι, δεν παράγει αρκετή ινσουλίνη.
Η ινσουλίνη είναι ορμόνη απαραίτητη για τη μεταφορά της γλυκόζης από το αίμα μέσα στα κύτταρα. Τα κύτταρα χρησιμοποιούν τη γλυκόζη ως ενέργεια που είναι απαραίτητη για τη λειτουργία του οργανισμού.
Όταν δεν υπάρχει αρκετή ινσουλίνη, η γλυκόζη συσσωρεύεται στο αίμα. Το γεγονός αυτό είναι αιτία πρόκλησης σοβαρών προβλημάτων υγείας που μπορούν να απειλούν τη διάρκεια και ποιότητα ζωής των ασθενών.
Τα συχνότερα προβλήματα υγείας που προκαλεί ο σακχαρώδης διαβήτης είναι:
- Καρδιακές ασθένειες
- Νεφρικές ασθένειες
- Έλκη που δεν επουλώνονται
- Προβλήματα στα μάτια, θαμπή όραση, τύφλωση
- Στυτικές δυσλειτουργίες στους άνδρες
- Μολύνσεις
- Αγγειακά προβλήματα, κακή κυκλοφορία του αίματος ιδιαίτερα στα πόδια
- Ψηλή πίεση
- Εγκεφαλικά επεισόδια.
Είναι πολύ σημαντικό να διατηρούνται τα επίπεδα γλυκόζης αίματος όσο το δυνατό πιο κοντά στο φυσιολογικό για να απομακρύνεται ο κίνδυνος των μακροπρόθεσμων επιπλοκών του διαβήτη. Τα προβλήματα που προκαλεί ο διαβήτης μπορούν να προληφθούν με την κατάλληλη θεραπευτική αγωγή, διατροφή και σωματική άσκηση.
Υπάρχουν βασικά δύο τύποι διαβήτη.
Ο διαβήτης τύπου 2 που είναι επίσης γνωστός ως διαβήτης ενηλίκων, μη ινσουλινοεξαρτώμενος. Συνήθως αναπτύσσεται μετά την ηλικία των 40 ετών. Όμως μπορεί να εκδηλωθεί σε πιο νέους και σε παιδιά ιδιαίτερα όταν είναι παχύσαρκοι.
Στο διαβήτη τύπου 2 σε αντίθεση με το τι συμβαίνει στο διαβήτη τύπου 1, το πάγκρεας παράγει ινσουλίνη. Η ινσουλίνη που παράγεται μπορεί να είναι ανεπαρκής σε ποσότητα για τις ανάγκες του οργανισμού ή ο οργανισμός να μη μπορεί να τη χρησιμοποιεί ορθά. Στο διαβήτη τύπου 2, η θεραπεία χορήγησης ινσουλίνης δεν είναι πάντοτε απαραίτητη.
Ο διαβήτης τύπου 1 είναι επίσης γνωστός με την ονομασία ινσουλινοεξαρτώμενος διαβήτης. Αποκαλείται ακόμη διαβήτης νεανικού τύπου. Οφείλεται σε διαταραχή του ανοσολογικού συστήματος.
Ο διαβήτης τύπου 1 μπορεί να εκδηλωθεί σε οποιαδήποτε ηλικία αλλά παρουσιάζεται κυρίως σε παιδιά και νεαρούς ενήλικες. Συνήθως είναι σοβαρότερος από το διαβήτη τύπου 2.
Οι αιτίες του διαβήτη τύπου 1 δεν είναι πλήρως γνωστές. Στις περισσότερες περιπτώσεις το ανοσολογικό σύστημα του οργανισμού επιτίθεται και καταστρέφει το μέρος του πάγκρεας που παράγει την ινσουλίνη. Το οικογενειακό ιστορικό παίζει ρόλο αλλά μόνο σε 10% έως 15% των περιπτώσεων με διαβήτη τύπου1.
Άτομα που πάσχουν από άλλες αυτοάνοσες νόσους που επηρεάζουν ορμόνες όπως ο υποθυρεοειδισμός, η θυρεοειδίτιδα του Hashimoto ή η ασθένεια Addison, διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο να προσβληθούν και από διαβήτη τύπου 1.
Τα συμπτώματα του διαβήτη τύπου 1 περιλαμβάνουν:
- Πολυδιψία
- Πολυουρία
- Διαρκή πείνα με πολυφαγία
- Απώλεια βάρους
- Θαμπή όραση
- Κούραση
- Αδυναμία
- Μολύνσεις του δέρματος στις περιοχές των γεννητικών οργάνων.
Τα συμπτώματα του διαβήτη τύπου 1 εμφανίζονται ξαφνικά. Εάν κάποιος παρουσιάζει τέτοια σημεία ή συμπτώματα πρέπει να συμβουλεύεται το γιατρό του.
Η διάγνωση του διαβήτη τύπου 1 βασίζεται σε απλές εξετάσεις αίματος. Εάν η γλυκόζη αίματος είναι ψηλότερη από 125 mg/dL σε λήψη αίματος που γίνεται το πρωί με τον ασθενή χωρίς να έχει φάει τίποτα από το προηγούμενο βράδυ, αυτό είναι ενδεικτικό σακχαρώδη διαβήτη.
Επίσης το ίδιο ισχύει εάν μετά το φαγητό η γλυκόζη αίματος ανέρχεται πέραν των 200 mg/dL. Επίπεδα γλυκόζης αίματος άνω των 300 mg/dL είναι επικίνδυνα και χρειάζεται άμεση ιατρική περίθαλψη.
Το τεστ ούρων για ανίχνευση κετόνων είναι επίσης σημαντική εξέταση για την παρακολούθηση του διαβήτη. Ψηλές κετόνες στα ούρα σημαίνει ότι δεν υπάρχει αρκετή ινσουλίνη για τον έλεγχο της γλυκόζης στο αίμα.
Η αύξηση των κετόνων στο αίμα οφείλεται στο γεγονός ότι λόγω της απουσίας της γλυκόζης εντός των κυττάρων, ο οργανισμός καταναλώνει λίπη για την παραγωγή ενέργειας. Η υπερβολική καύση των λιπών απελευθερώνει στο αίμα τις κετόνες που μπορεί να είναι επικίνδυνες σε ψηλές ποσότητες.
Οι ασθενείς με διαβήτη τύπου 1 χρειάζονται καθημερινές ενέσεις ινσουλίνης για να μπορούν να έχουν κανονικά επίπεδα γλυκόζης στο αίμα.
Οι ασθενείς που λαμβάνουν θεραπεία με ινσουλίνη πρέπει να γνωρίζουν τον κίνδυνο της υπογλυκαιμίας. Η υπογλυκαιμία δηλαδή χαμηλή γλυκόζη στο αίμα, μπορεί να συμβεί λόγω χορήγησης περισσότερης ινσουλίνης από ότι χρειάζεται. Επίσης είναι δυνατό να επέλθει υπογλυκαιμία σε διαβητικό που παραλείπει ένα γεύμα του ή μετά από έντονη σωματική άσκηση.
Οι διαβητικοί πρέπει να γνωρίζουν τα σημεία και συμπτώματα της υπογλυκαιμίας, εκ των οποίων τα συχνότερα είναι:
- Αίσθημα κούρασης χωρίς λόγο
- Έντονο χασμουρητό
- Δυσκολίες ομιλίας και σκέψης
- Αλλαγή διάθεσης
- Πονοκέφαλος
- Έντονο αίσθημα πείνας
- Ζαλάδες
- Εφίδρωση
- Χλωμάδα
- Απώλεια ελέγχου συντονισμού των μυών
- Ξαφνικό αίσθημα λιποθυμίας
- Σπασμοί.
Η αντιμετώπιση της υπογλυκαιμίας μπορεί να γίνει άμεσα με τη χορήγηση ζάχαρης από το στόμα ή με κάτι άλλο που περιέχει ζάχαρη. Η ένεση γλυκογόνου αυξάνει τη γλυκόζη στο αίμα.
Είναι σημαντικό οι διαβητικοί να ενημερώνουν τα άτομα του περιβάλλοντος τους, στο σπίτι, στο σχολείο, στο χώρο εργασίας για το πρόβλημα τους. Σε περιπτώσεις λιποθυμίας ή εάν δεν μπορούν να φανε ή να πιούνε κάτι λόγω υπογλυκαιμίας, τα άτομα του περιβάλλοντος θα γνωρίζουν για την ένεση γλυκογόνου.
Η ορθή διατροφή, η σωματική άσκηση και ο έλεγχος των επιπέδων γλυκόζης αίματος είναι βασικά στοιχεία της αντιμετώπισης του διαβήτη και πρόληψης των σοβαρών μακροχρόνιων επιπλοκών.