Η ποιότητα των συζυγικών σχέσεων έχει σχετισθεί με τη γένεση και επιδείνωση ασθενειών της καρδίας και των αγγείων. Ο συσχετισμός αυτός μπορεί να δημιουργείται, λόγω της επίδρασης της ποιότητας των σχέσεων σε μεταβολικούς παράγοντες.
Στους άνδρες υπάρχουν δεδομένα, που υποστηρίζουν, ότι ο ευτυχισμένος γάμος είναι ωφέλιμος για την υγεία τους. Μεταξύ των ευεργετημάτων που προσφέρει μια καλή συζυγική σχέση στους άνδρες περιλαμβάνονται μειωμένη θνησιμότητα και νοσηρότητα λόγω καρδιαγγειακών νοσημάτων.
Στις γυναίκες το ζήτημα δεν ερευνήθηκε στον ίδιο βαθμό που αυτό έγινε στους άνδρες.
Η γαμήλια ζωή μπορεί να προσφέρει καλύτερη κοινωνικοοικονομική κατάσταση, αποφυγή της απομόνωσης, καλύτερο τρόπο ζωής που προάγει την υγεία και προστασία από συμπεριφορές που είναι ιδιαίτερα επιβλαβείς όπως το κάπνισμα, ο εθισμός στο αλκοόλ και στα ναρκωτικά.
Ταυτόχρονα όμως υπάρχει στο γάμο και ο κίνδυνος των αρνητικών επιπτώσεων στην υγεία λόγω κακής ποιότητας σχέσεων και συγκρουσιακών καταστάσεων.
Ο γάμος είναι η κυριότερη και σημαντικότερη κοινωνική σχέση. Η δυστυχία, που μπορεί κάποιος να νιώθει, λόγω των συζυγικών του σχέσεων μπορεί να είναι ένας ισχυρός παράγοντας ψυχοκοινωνικού στρες που αυξάνει τον κίνδυνο ασθενειών.
Για να προσθέσουν περισσότερες γνώσεις στο τι γνωρίζουμε σήμερα σχετικά με την επίδραση του γάμου στην υγεία των γυναικών, ερευνητές από το πανεπιστήμιο του Πίτσμπουργκ των Ηνωμένων Πολιτειών, μελέτησαν 413 γυναίκες για περισσότερο από 12 χρόνια.
Ο στόχος τους ήταν να εξετάσουν κατά πόσο οι γυναίκες, που δήλωναν, ότι ήσαν ευτυχισμένες στα πλαίσια των συζυγικών τους σχέσεων, είχαν πράγματι χαμηλότερο κίνδυνο για σοβαρές ασθένειες που απειλούν τη ζωή σε σύγκριση με τις γυναίκες, που δήλωναν ότι δεν ήσαν ευτυχισμένες στη γαμήλια τους ζωή ή με τις γυναίκες που ήσαν χωρίς ταίρι (ελεύθερες, χήρες, διαζευγμένες).
Για να αξιολογήσουν τις επιδράσεις των συζυγικών σχέσεων στην υγεία χρησιμοποίησαν το μεταβολικό σύνδρομο.
Το μεταβολικό σύνδρομο χαρακτηρίζεται από τη συσσώρευση σε ένα ασθενή, παραγόντων κινδύνου που συνεργούν για την πρόκληση καρδιαγγειακών νοσημάτων (καρδιακή προσβολή, εγκεφαλικά επεισόδια) και διαβήτη.
Οι παράγοντες αυτοί είναι ψηλή πίεση, υπερβολικό κεντρικό λίπος (στην κοιλιακή χώρα), μέτρια αύξηση των λιπιδίων αίματος (χοληστερόλη, τριγκλυκερίδια) και αύξηση γλυκόζης αίματος. Ο κάθε ένας από τους εν λόγω παράγοντες, δημιουργεί αυξημένο κίνδυνο για τις πιο πάνω παθήσεις. Όμως η ταυτόχρονη ύπαρξη τους, λόγω συνέργιας, πολλαπλασιάζει τον κίνδυνο για καρδιακή προσβολή, εγκεφαλικά και διαβήτη.
Παράλληλα είναι σημαντικό να τονίσουμε, ότι υπάρχουν έρευνες που έδειξαν ότι το αυξημένο ψυχοκοινωνικό στρες μπορεί να οδηγεί σε μεταβολικό σύνδρομο.
Το μεταβολικό σύνδρομο είναι πολύ συχνό σε μεσήλικες γυναίκες. Υπολογίζεται ότι 32% των γυναικών 50 έως 59 ετών παρουσιάζουν το σύνδρομο. Αναμένεται ότι η συχνότητα του, θα αυξηθεί λόγω της επιδημίας παχυσαρκίας που χαρακτηρίζει την εποχή μας.
Με βάση το σκεπτικό και τα δεδομένα αυτά, οι ερευνητές διαπίστωσαν τα ακόλουθα:
- Οι γυναίκες που είχαν ψηλό επίπεδο ικανοποίησης από τη συζυγική τους ζωή, είχαν χαμηλότερο κίνδυνο για μεταβολικό σύνδρομο
- Οι γυναίκες που διαχρονικά δεν ήσαν ευχαριστημένες από τις συζυγικές τους σχέσεις, είχαν μεγαλύτερο κίνδυνο για το σύνδρομο σε σχέση με τις πρώτες. Στις περιπτώσεις όμως που τα προβλήματα δεν παρέμεναν διαχρονικά, ο κίνδυνος μειωνόταν
- Οι διαζευγμένες παρουσίαζαν επίσης μεγαλύτερο κίνδυνο. Αυτό πιθανόν να είχε σχέση με τις δυσκολίες, λόγω των συγκρουσιακών καταστάσεων, του στρες και των κοινωνικοοικονομικών προβλημάτων που προκύπτουν από το διαζύγιο
- Οι χήρες, είχαν μεγαλύτερο κίνδυνο για μεταβολικό σύνδρομο. Όμως οι γυναίκες αυτές, είχαν μεγαλύτερο κίνδυνο κυρίως κατά τα δύο πρώτα χρόνια που ακολουθούσαν το θάνατο του συζύγου τους
- Οι ελεύθερες γυναίκες δεν είχαν μεγαλύτερο κίνδυνο για το σύνδρομο αλλά ανάλογο αυτό των παντρεμένων που ήσαν ευτυχισμένες στη συζυγική τους ζωή.
Βλέπουμε λοιπόν ότι η ποιότητα των συζυγιών σχέσεων πιθανόν να επηρεάζει ουσιαστικά τον κίνδυνο για παθήσεις που απειλούν τη ζωή όχι μόνο στους άνδρες αλλά και στις γυναίκες. Η έρευνα αυτή προσθέτει, χάρις στον καλό σχεδιασμό και διαχρονικό της χαρακτήρα, σημαντικά στοιχεία για την πρόληψη σοβαρών ασθενειών.
Βέβαια θα μπορούσαμε να ασκήσουμε κριτική για το μικρό μέγεθος της εν λόγω έρευνας και για τη μεθοδολογία, όπως για παράδειγμα ο τρόπος υπολογισμού του κοιλιακού πάχους. Η διεξαγωγή και άλλων μεγαλύτερων ανάλογων εργασιών θα μπορούσε να απομακρύνει τις αμφιβολίες αυτές.
Συμπερασματικά θα τονίσουμε ότι η ποιότητα των συζυγικών σχέσεων μπορεί να επηρεάζει τη γένεση και εξέλιξη του μεταβολικού συνδρόμου.
Η εξέταση των συζυγικών σχέσεων στο ιστορικό του ασθενούς, θα μπορούσε να βοηθήσει στην πρόληψη και καλύτερη αντιμετώπιση ασθενειών όπως οι καρδιοπάθειες, τα εγκεφαλικά και ο διαβήτης.