Η έλλειψη βιταμίνης D στο ανθρώπινο σώμα, βρέθηκε να σχετίζεται με αυξημένο κίνδυνο για καρδιακή προσβολή, καρδιακή ανεπάρκεια και εγκεφαλικό επεισόδιο.
Όταν ταυτόχρονα με την έλλειψη βιταμίνης D, συνυπάρχει και ψηλή πίεση, τότε ο κίνδυνος για καρδιαγγειακό επεισόδιο, είναι ακόμη μεγαλύτερος.
Τα συμπεράσματα αυτά προέκυψαν από έρευνα σε 1.739 άτομα με μέσο όρο ηλικίας 59 ετών στα πλαίσια της πολυετούς έρευνας Framingham Heart Study στις Ηνωμένες Πολιτείες. Οι συμμετέχοντες δεν είχαν ιστορικό καρδιαγγειακής νόσου στην αρχή της μελέτης. Μετρήθηκαν τα επίπεδα βιταμίνης D στο αίμα τους και έτυχαν παρακολούθησης για χρονικό διάστημα 5,4 ετών κατά μέσο όρο.
Άτομα που είχαν επίπεδα βιταμίνης D στο αίμα κάτω από 15 ng/mL, βρέθηκαν να έχουν διπλάσιο κίνδυνο για καρδιαγγειακά επεισόδια σε χρονικό διάστημα 5 ετών σε σύγκριση με άτομα που είχαν ψηλότερα επίπεδα της βιταμίνης.
Οι ερευνητές υπολόγισαν επιπρόσθετα τον αυξημένο κίνδυνο, λαμβάνοντας υπόψη τους παράγοντες ψηλού κινδύνου για καρδιακά και εγκεφαλικά επεισόδια όπως η χοληστερόλη, ο διαβήτης και η ψηλή πίεση. Με βάση τη συμβολή αυτών των παραγόντων στον κίνδυνο, στους ασθενείς με ψηλή πίεση, η χαμηλή βιταμίνη
D βρέθηκε να διπλασιάζει τον κίνδυνο. Στους υπόλοιπους ασθενείς με χαμηλή βιταμίνη
D αλλά χωρίς ψηλή πίεση, ο κίνδυνος για καρδιακό ή εγκεφαλικό επεισόδιο παρέμενε σημαντικά αυξημένος κατά 62%.
Επισημαίνεται ότι από το σύνολο των συμμετεχόντων στην έρευνα, μόνο το 10% είχε στο αίμα του τα επίπεδα βιταμίνης D που θεωρούνται καταλληλότερα για την καλή υγεία των οστών, δηλαδή άνω των 30 ng/mL. Το 28% είχε επίπεδα βιταμίνης D κάτω των 15 ng/mL και 9% κάτω των 10 ng/mL.
Μέχρι σήμερα, είναι ευρέως γνωστό ότι η βιταμίνη D έχει καθοριστικό ρόλο για την υγεία των οστών. Η έλλειψη της προκαλεί ραχίτιδα και οστεομαλακία. Είναι απαραίτητη στον οργανισμό για το μεταβολισμό του ασβεστίου και του φωσφόρου.
Επιπρόσθετα, υπάρχουν υποδοχείς για τη βιταμίνη D σε ευρύτερο φάσμα ιστών του σώματος. Σε αυτούς συμπεριλαμβάνονται το μυοκάρδιο (τα μυϊκά κύτταρα της καρδίας), το ενδοθήλιο των αιμοφόρων αγγείων του κυκλοφορικού συστήματος και οι λείοι μυς των αγγείων. Επίσης συσσωρεύονται τα στοιχεία που τεκμηριώνουν ότι η έλλειψη της βιταμίνης D, μπορεί να έχει αρνητικές επιπτώσεις στο καρδιαγγειακό σύστημα.
Η έλλειψη βιταμίνης D, παρατηρείται σε ψηλό ποσοστό σε χώρες όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες και άλλες, ιδιαίτερα σε περιοχές με χαμηλή ηλιοφάνεια. Αναφέρεται ότι σε ορισμένες περιοχές, 20% έως 30% του πληθυσμού έχει μέτριας έως σοβαρής μορφής έλλειψη βιταμίνης D.
Στις περισσότερες περιπτώσεις η έλλειψη της βιταμίνης, οφείλεται σε μη επαρκή έκθεση στον ήλιο, σε υπερβολικό χρωματισμό του δέρματος που εμποδίζει την είσοδο των ακτίνων και σε ανεπάρκεια πρόσληψης τροφίμων εμπλουτισμένων σε βιταμίνη D.
Οι διατροφικές πηγές της βιταμίνης D περιλαμβάνουν τα λιπαρά ψάρια (σολομός, σκουμπρί, κολιός, σαρδέλες), τα αυγά, το μουρουνέλαιο και τα εμπλουτισμένα με την εν λόγω βιταμίνη τρόφιμα όπως γάλα, δημητριακά ή χυμοί.
Η πρόσληψη βιταμίνης D δεν είναι αρκετή διότι για τη μετατροπή της σε ενεργό μορφή χρειάζεται ηλιακή ακτινοβολία.
Τα συμπεράσματα της έρευνας που σας παρουσιάζουμε δεν τεκμηριώνουν, ότι η έλλειψη βιταμίνης D είναι η αιτία των αυξημένων καρδιακών προσβολών (έμφραγμα μυοκαρδίου), των περιπτώσεων καρδιακής ανεπάρκειας και εγκεφαλικών επεισοδίων που καταγράφηκαν. Για να αποδειχθεί αυτό απαιτείται να γίνουν μεγάλες τυχαιοποιημένες θεραπευτικές δοκιμές για να φανεί κατά πόσο η διόρθωση της έλλειψης βιταμίνης D, μπορεί να μειώνει τον κίνδυνο για καρδιαγγειακά επεισόδια.
Για τους λόγους αυτούς, οι ερευνητές δεν συστήνουν όπως οι γιατροί μετρούν τα επίπεδα βιταμίνης D στο αίμα των ασθενών για να χορηγούν τη βιταμίνη με στόχο την πρόληψη των καρδιαγγειακών παθήσεων. Αυτό είναι πρόωρο να γίνεται και επιβάλλεται να αναμένουμε τα αποτελέσματα ερευνών που θα δοκιμάσουν την αποτελεσματικότητα της βιταμίνης D σε μια τέτοια ένδειξη.
Προς το παρόν για την πρόληψη της καρδιακής προσβολής, της καρδιακής ανεπάρκειας και των εγκεφαλικών επεισοδίων συστήνεται η διατροφή να έχει ποικιλία, χωρίς υπερβολικές θερμίδες, με περιορισμό των κορεσμένων ή τρανς λιπιδίων, χαμηλής περιεκτικότητας σε αλάτι και χοληστερόλη.
Για τις ανάγκες σε βιταμίνη D, η κατανάλωση τροφίμων πλούσιων σε βιταμίνη D είναι προτιμότερη από ότι η λήψη συμπληρωμάτων ή φαρμακευτικών σκευασμάτων που περιέχουν τη βιταμίνη εκτός εάν ο γιατρός κρίνει διαφορετικά λόγω ειδικών περιπτώσεων.