Η
ασπιρίνη είναι ουσία που από την αρχαιότητα χρησιμοποιήθηκε με
ευεργετικά αποτελέσματα για τη θεραπεία πολλών ασθενειών.
Κατά τις τελευταίες δεκαετίες, όλο και περισσότερα στοιχεία
συσσωρεύονται που στηρίζουν την άποψη ότι η ασπιρίνη πιθανόν να βοηθά
ουσιαστικά στην πρόληψη του καρκίνου.
Δεν είναι μόνο η δόση της ασπιρίνης που χορηγείται που παίζει ρόλο
στην πιθανή αντικαρκινική δράση της ασπιρίνης αλλά και η διάρκεια
χορήγησης της.
Η λήψη ασπιρίνης για πέραν των 10 ετών σχετίζεται με σημαντική μείωση
κατά 30% του κινδύνου προσβολής από καρκίνο της κεφαλής και του λαιμού,
ιδιαίτερα σε άτομα με χαμηλό βαθμό έκθεσης στον καπνό του τσιγάρου και
στο αλκοόλ. Όμως η προστατευτική κατά του καρκίνου δράση της ασπιρίνης,
δεν παρατηρήθηκε σε άτομα που καπνίζουν πολύ ή πίνουν μεγάλες ποσότητες
αλκοόλ.
Τα ιδιαίτερα ενδιαφέροντα αυτά συμπεράσματα προέκυψαν από μακροχρόνια
έρευνα που διενεργήθηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες στο Μπούφαλο της Νέας
Υόρκης. Συμπεριλήφθηκαν 529 ασθενείς με καρκίνο κεφαλής και λαιμού και
ακόμη 529 ασθενείς χωρίς καρκίνο. Η εργασία αυτή άρχισε το 1982 και
συμπεριλαμβάνονταν ασθενείς μέχρι το 1998. Σε όλους τους συμμετέχοντες,
έγινε μεταξύ άλλων, μια πλήρης επιδημιολογική αξιολόγηση.
Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι υπήρχε μια σταθερή σχέση μείωσης του
κινδύνου προσβολής από καρκίνο κεφαλής ή λαιμού και χρονικής διάρκειας
λήψης της ασπιρίνης. Η μεγαλύτερη μείωση παρατηρήθηκε για τους καρκίνους
της στοματικής κοιλότητας και του οροφάρυγγα (το μέρος του φάρυγγα που
βρίσκεται ακριβώς πίσω από τη στοματική κοιλότητα).
Είναι όμως ορθό στην παρούσα φάση να συστήνεται
η ασπιρίνη για πρόληψη καρκίνου; Τα επιστημονικά τεκμηριωμένα
στοιχεία, δείχνουν ότι ακόμη είναι νωρίς για μια τέτοια εισήγηση.
Παρά το γεγονός ότι η εν λόγω έρευνα δείχνει ενθαρρυντικά
στοιχεία, η κριτική που ασκήθηκε εστιάζεται στο σχεδιασμό και
μεθοδολογία που χρησιμοποιήθηκε. Συγκεκριμένα ο αναδρομικός της
χαρακτήρας, δηλαδή το γεγονός ότι εκ των υστέρων, μετά από τη
διάγνωση του καρκίνου, ζητήθηκε από τους ασθενείς να δώσουν στοιχεία
για την ασπιρίνη που τυχόν λάμβαναν, μειώνει ως ένα σημείο, την ισχύ
των συμπερασμάτων που προέκυψαν.
Οι προοδευτικές και τυχαιοποιημένες έρευνες μακράς διάρκειας, σε
μεγάλους αριθμούς ατόμων, προσφέρουν μεγαλύτερη ασφάλεια για την
ορθότητα των συμπερασμάτων τους σε σύγκριση με τις αναδρομικές
έρευνες. Παρόλα αυτά οι αναδρομικές έρευνες όπως αυτή της Νέας
Υόρκης που σας παρουσιάζουμε, έχουν μεγάλη αξία διότι δείχνουν την
κατεύθυνση προς την οποία πρέπει να γίνουν οι επόμενες ερευνητικές
εργασίες. |
Επισημαίνεται ότι παλαιότερες έρευνες έδειξαν ότι η λήψη ασπιρίνης
σχετίζεται με τη μείωση και άλλων μορφών καρκίνου του πεπτικού
συστήματος και συγκεκριμένα μείωση κινδύνου προσβολής από καρκίνο του
παχέος εντέρου.
Διεξάγονται τώρα ευρείας κλίμακας έρευνες από το Εθνικό Ινστιτούτο
Καρκίνου των Ηνωμένων Πολιτειών στις οποίες διερευνάται ο προληπτικός
κατά του καρκίνου ρόλος και άλλων μη στεροειδών αντιφλεγμονωδών φαρμάκων
στα οποία συμπεριλαμβάνεται και η ασπιρίνη.
Ο αντικαρκινικός ρόλος της ασπιρίνης φαίνεται να οφείλεται στην
κατασταλτική της δράσης κατά του ενζύμου COX-2.Το
εν λόγω ένζυμο (κυκλοοξυγενάση 2), εμπλέκεται στους μηχανισμούς της
φλεγμονής. Η δραστηριοποίηση του, αυξάνει τον κίνδυνο δημιουργίας
προκαρκινικών βλαβών. Η καταστολή της δράσης του από τα μη στεροειδή
αντιφλεγμονώδη φάρμακα όπως η ασπιρίνη, πιθανόν να αποτελεί πρόληψη για
τον καρκίνο και να μειώνει τον πολλαπλασιασμό των καρκινικών κυττάρων.
Θα τονίσουμε ότι η ασπιρίνη δεν πρέπει να λαμβάνεται χωρίς τη
συμβουλή του γιατρού. Εκτός του ότι δεν υπάρχει οδηγία για χρήση της
στην πρόληψη κατά του καρκίνου, η λήψη της σχετίζεται με παρενέργειες
όπως ενοχλήσεις στο στομάχι, εμετό, πόνο στην κοιλιά, αιμορραγία, βουητό
στα αυτιά, απώλεια ακοής, ζαλάδες, σύγχυση, δύσπνοια και εξάνθημα.