Ο καρκίνος σε παιδιά και έφηβους δεν είναι μία νόσος. Είναι ένα ετερογενές σύνολο με πέραν των 100 τύπων καρκίνου.
Παγκοσμίως, κάθε 3 λεπτά 1 παιδί πεθαίνει από καρκίνο.
Ο καρκίνος παιδικής ηλικίας σκοτώνει πιο πολλά παιδιά από όλες τις άλλες ασθένειες μαζί!
Σήμερα στις ανεπτυγμένες χώρες, όπου εκδηλώνονται μόνο το 20% των κρουσμάτων παιδικού καρκίνου παγκοσμίως, τα ποσοστά ίασης ανέρχονται περίπου στο 80%.
Αντίθετα, στις λιγότερο ανεπτυγμένες χώρες, όπου εκδηλώνονται το 80% των κρουσμάτων, η ίαση είναι μόνο της τάξης του 20%.
Είναι επείγον να μειωθούν οι ανισότητες που οδηγούν σε αυτές τις κραυγαλέες και απαράδεκτες διαφορές!
Είναι επίσης εξαιρετικά σημαντικό να χορηγούνται θεραπείες με όσο το δυνατό λιγότερες βραχυπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες επιπλοκές, που μπορεί να επηρεάζουν πολύ αρνητικά τη ζωή των επιζώντων, «των νικητών του παιδικού καρκίνου», δηλαδή των ενηλίκων, που στην παιδική ηλικία παρουσίασαν καρκίνο αλλά ιάθηκαν.
Συγγραφέας άρθρου: Δρ Λοΐζου Γ. Λοΐζος*
Οι θεραπείες που χρησιμοποιούνται σήμερα παγκοσμίως για την καταπολέμηση του καρκίνου έχουν δυστυχώς πολλές και σημαντικές παρενέργειες.
Ωστόσο, οι θεραπείες αυτές (χειρουργική, ακτινοθεραπεία, χημειοθεραπεία, μεταμόσχευση) είναι άκρως απαραίτητες. Χωρίς αυτές δεν μπορούμε να έχουμε τα ψηλά ποσοστά ίασης που πετυχαίνουμε σήμερα.
Όταν χορηγούμε αντικαρκινικές θεραπείες σε παιδιά και έφηβους προσπαθούμε με κάθε τρόπο να δίνουμε θεραπείες που είναι αποτελεσματικές, αλλά όσο το δυνατό λιγότερο τοξικές.
Οι προσπάθειες για μείωση της τοξικότητας των θεραπειών δεν πρέπει να μειώνουν την αποτελεσματικότητα όσον αφορά στις πιθανότητες ίασης.
Τα διεθνή πρωτόκολλα για τις πολυάριθμες μορφές καρκίνου ή λευχαιμίας παιδιών και εφήβων σχεδιάζονται ειδικά για τις ηλικιακές αυτές ομάδες και συνεχώς αναπροσαρμόζονται.
Ο βασικός στόχος είναι όπως οι επιπλοκές των θεραπειών που χορηγούνται να είναι όσο το δυνατό καλύτερα ανεκτές, λιγότερο τοξικές προκαλώντας όσο το δυνατό λιγότερη νοσηρότητα και θνησιμότητα.
Στην Παιδογκολογία πετυχαίνουμε σήμερα ψηλό ποσοστό ίασης, πέραν του 80% για το σύνολο των διαφόρων τύπων καρκίνων που εκδηλώνονται σε παιδιά και έφηβους στις ανεπτυγμένες χώρες. Το ποσοστό των ενηλίκων που νίκησαν τον καρκίνο από τον οποίο προσβλήθηκαν όταν ήσαν παιδιά ή έφηβοι, οι επιζώντες δηλαδή, αυξάνεται σταθερά. Θέλουμε οι άνθρωποι αυτοί να έχουν όσο το δυνατό λιγότερα σωματικά ή και ψυχικά προβλήματα εξαιτίας των αναπόφευκτων θεραπειών που έλαβαν για ιαθούν από τον καρκίνο ή τη λευχαιμία τους.
Αυτή είναι μια από τις σημαντικότατες διαφορές μεταξύ της Παιδογκολογίας και της Ογκολογίας ή Καρκινολογίας των ενηλίκων.
Οι ευαίσθητοι κατά την ανάπτυξή τους οργανισμοί των παιδιών και εφήβων είναι πολύ πιο ευάλωτοι στις τοξικές επιδράσεις των αντικαρκινικών θεραπειών συγκριτικά με τους ηλικιωμένους. Είναι και αυτός ένας από την πλειάδα των λόγων που διεθνώς αναπτύχθηκε και καθιερώθηκε η Παιδογκολογία ως ξεχωριστή εξειδίκευση, όπου Παιδίατροι , ως γνώστες και εμπειρογνώμονες στον τομέα της περίθαλψης του παιδιού και εφήβου, εκπαιδεύονται ειδικά και αναλαμβάνουν τη διάγνωση και θεραπεία καρκίνων και λευχαιμιών στις ηλικιακές αυτές ομάδες.
Δεν είναι μόνο οι αντικαρκινικές θεραπείες που μπορεί να ευθύνονται για επιπλοκές στους επιζώντες από τον καρκίνο. Υπάρχουν καταστάσεις που δημιουργήθηκαν από τον ίδιο τον καρκίνο και παρά το γεγονός ότι επήλθε ίαση, εντούτοις ταλαιπωρούν ως μακροχρόνιες συνέπειες τον επιζώντα.
Μπορούμε να βρούμε αποτελεσματικότερες και λιγότερο βλαβερές θεραπείες για τα παιδιά μας που προσβάλλονται από καρκίνο;
Η απάντηση είναι ναι. Η πρόοδος της ιατρικής μάς επιτρέπει σήμερα να χρησιμοποιούμε θεραπείες που ενώ είναι ιδιαίτερα αποτελεσματικές προκαλούν λιγότερες τοξικές παρενέργειες.
Παλαιότερα, όλα τα παιδιά με μια συγκεκριμένη μορφή καρκίνου λάμβαναν περίπου ανάλογες θεραπείες. Αυτό τώρα άλλαξε διότι οι θεραπείες εξατομικεύονται.
Η εξατομίκευση της θεραπείας βασίζεται στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του ασθενούς και της νόσου του (μοριακή ταυτοποίηση). Επιπλέον, η αρχική απόκριση του καρκίνου του ασθενούς στις πρώτες θεραπείες μπορεί να καθορίζει την ένταση των θεραπειών που ακολουθούν.
Η μοριακή ταυτοποίηση των όγκων και των ασθενών αποτελεί ένα τεράστιο άλμα προς την επίτευξη της τελικής νίκης κατά του καρκίνου. Η πρόοδος αυτή που επιτεύχθηκε κατά τις τελευταίες δεκαετίες επιτρέπει την αναγνώριση ειδικών αλλοιώσεων του γενετικού κώδικα DNA.
Με βάση τις αλλοιώσεις αυτές των γονιδίων, που ευθύνονται για τη γένεση διαφόρων μορφών καρκίνου, αναπτύχθηκαν στοχεύουσες θεραπείες. Οι θεραπείες αυτές είναι εξατομικευμένες και εξουδετερώνουν τη δράση ή το προϊόν των παθολογικών γονιδίων ή μεταλλάξεων που οδηγούν στον καρκίνο.
Οι στοχεύουσες θεραπείες έχουν λιγότερες επιπλοκές από τη χημειοθεραπεία ή την ακτινοθεραπεία, οι οποίες ωστόσο σε αριθμό περιπτώσεων παραμένουν ακόμη σήμερα απόλυτα αναγκαίες.
Εάν η απόκριση του καρκίνου στην αρχική θεραπεία, πληρώντας συγκεκριμένα κριτήρια διαφανεί ότι είναι ικανοποιητική, τότε οι θεραπείες που θα ακολουθήσουν επιλέγονται να είναι λιγότερο βαριές. Ως εκ τούτου θα έχουν χαμηλότερο κίνδυνο βραχυπρόθεσμων ή μακροπρόθεσμων επιπλοκών. Σε αντίθετη περίπτωση, οι θεραπείες θα είναι εντατικότερες με αυξημένο κίνδυνο για βραχυπρόθεσμο ή μακροπρόθεσμο τοξικότητα.
Συνοπτικά, βλέπουμε ότι σταδιακά προχωρούμε σε μια νέα εποχή με καλύτερες, αποτελεσματικότερες και λιγότερο τοξικές θεραπευτικές μεθόδους. Οι τεχνικές μελέτης του DNA, οι βιοτεχνολογίες ανάπτυξης νέων στοχευουσών θεραπειών, η ανοσοθεραπεία και οι θεραπείες διόρθωσης, αντικατάστασης ή προσθήκης υγιών γονιδίων στο γονιδίωμα ασθενών με διάφορες μορφές καρκίνου εξελίσσονται ταχέως, και ορισμένες προσφέρουν ήδη ή άλλες προδιαγράφουν εξαιρετική αύξηση του ποσοστού ιάσεων.
Ως επαγγελματίες της υγείας έχουμε υποχρέωση, ο καθένας στον τομέα της δικής του εξειδίκευσης να παρακολουθούμε την συνεχή και κάποτε αλματώδη πρόοδο που επιτελείται.
Με τη συμμετοχή σε διεθνή και πολυκεντρικά πρωτόκολλα, μπορούμε ως μέλη μια μεγάλης πολυεθνικής ομάδας εμπειρογνωμόνων διαφόρων ειδικοτήτων να παραμένουμε ενήμεροι έτσι ώστε να μπορούμε να προσφέρουμε στους ασθενείς μας, στην κατάλληλη στιγμή, την καλύτερη θεραπεία με τη μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα αλλά και με τη λιγότερη τοξικότητα.
*Συγγραφέας άρθρου:
Καθηγητής Λοΐζος Γ. Λοΐζου,
Πρόεδρος Ιδρύματος ΕΛΠΙΔΑ για παιδιά με καρκίνο και λευχαιμία,
Κλινικός Καθηγητής Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Λευκωσίας,
Παιδίατρος, Παιδογκολόγος-Παιδοαιματολόγος,
τ. Διευθυντής Παιδογκολογικής-Παιδοαιματολογικής Κλινικής
Νοσοκομείο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος ΙΙΙ, Λευκωσία.