Οι γιατροί και οι ασθενείς
τους με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 πρέπει να γνωρίζουν ότι ο διαβήτης
αυξάνει τον κίνδυνο προσβολής από κατάθλιψη.
Επίσης σε ασθενείς με κατάθλιψη, οι γιατροί πρέπει να γνωρίζουν ότι
υπάρχει αυξημένος κίνδυνος για διαβήτη τύπου 2.
Το ερώτημα που παραμένει αναπάντητο είναι ποια από τις δύο παθήσεις
έρχεται πρώτη:
- Είναι ο διαβήτης με τα συμπτώματα, την ανάγκη δύσκολων θεραπειών και
μακροχρόνιας παρακολούθησης και αγωγής που δημιουργεί τις προϋποθέσεις
για κατάθλιψη;
- Ή μήπως είναι η κατάθλιψη ή τα καταθλιπτικά συμπτώματα με τις
βιολογικές αλλοιώσεις που δυνατόν να προκαλούν στον οργανισμό που είναι
η αιτία πρόκλησης διαβήτη;
Οι απαντήσεις στα εν λόγω ερωτήματα έχουν πρακτική σημασία διότι θα
μπορούσαν να βοηθήσουν στην πρόληψη του διαβήτη τύπου 2 και της
κατάθλιψης.
Στους ασθενείς με κατάθλιψη, που ως γνωστόν συχνά έχουν την τάση να
καταναλώνουν περισσότερες θερμίδες, να ασκούνται σωματικά λιγότερο και να
καπνίζουν περισσότερο, θα μπορούσε να δίνεται ιδιαίτερη σημασία στην
πρόληψη του διαβήτη.
Εάν οι ασθενείς με καταθλιπτικές καταστάσεις και οι γιατροί τους
γνωρίζουν τον κίνδυνο του διαβήτη που καραδοκεί και τους απειλεί
περισσότερο, τότε οι προσπάθειες για πρόληψη του διαβήτη θα γίνονται με
μεγαλύτερη προσοχή και συνέπεια με δυνατότητες καλύτερων αποτελεσμάτων.
Με το ίδιο σκεπτικό, οι διαβητικοί και οι γιατροί τους εάν γνωρίζουν ότι
η κατάθλιψη τους απειλεί περισσότερο τότε θα μπορούσαν να λαμβάνουν
αποτελεσματικότερα μέτρα πρόληψης. Και είναι πράγματι γεγονός ότι η
θεραπεία, ο μακροχρόνιος έλεγχος και παρακολούθηση του διαβήτη μαζί με
τους περιορισμούς που προϋποθέτει πιθανόν να συμβάλλουν στη γένεση
καταθλιπτικών συμπτωμάτων.
Μεταξύ των ασθενών που πάσχουν από διαβήτη, το ποσοστό αυτών οι οποίοι
παρουσιάζουν κατάθλιψη ή έχουν συμπτώματα κατάθλιψης, είναι μεγαλύτερο σε
σύγκριση με το τι συμβαίνει στο γενικό πληθυσμό.
Οι συσχετισμοί αυτοί μπορεί να οφείλονται σε αυξημένο κίνδυνο για
κατάθλιψη σε ασθενείς με διαβήτη. Επίσης δυνατόν να οφείλονται σε αυξημένο
κίνδυνο για διαβήτη σε άτομα με καταθλιπτικά συμπτώματα.
Τα εν λόγω επιδημιολογικά δεδομένα που αφορούν στη σχέση σακχαρώδη
διαβήτη και κατάθλιψης εξετάστηκαν σε περίπου 6.800 ενήλικες ηλικίας 45
έως 84 ετών. Στην αρχή, κατά τη συμπερίληψη των ατόμων αυτών στην
έρευνα, δεν παρουσίαζαν καρδιαγγειακή πάθηση.
Η πρώτη ανάλυση εστιάσθηκε σε 5.200 άτομα χωρίς διαβήτη στην αρχή.
Διαπιστώθηκε ότι μεταξύ αυτών, τα άτομα που αρχικά παρουσίαζαν
καταθλιπτική κατάσταση είχαν σημαντικά αυξημένο κίνδυνο να παρουσιάσουν
διαβήτη κατά τα 3 χρόνια παρακολούθησης που ακολούθησαν. Ωστόσο όταν
έγιναν διορθώσεις που έλαβαν υπόψη τους παράγοντες τρόπου ζωής, η δύναμη
του εν λόγω συσχετισμού αν και παρέμενε, μειωνόταν.
Στη δεύτερη ανάλυση που περιέλαβε 4.800 ανθρώπους χωρίς κατάθλιψη στη
αρχή, έδειξε ότι οι ασθενείς που λάμβαναν θεραπεία για διαβήτη παρουσιάζαν
αυξημένο κίνδυνο να προσβληθούν από κατάθλιψη κατά τη διάρκεια της
παρακολούθησης. Οι διορθώσεις που έγιναν λαμβάνοντας υπόψη τους παράγοντες
τρόπου ζωής, δεν αλλοίωσαν τη δύναμη του εν λόγω συσχετισμού.
Θα συγκρατήσουμε λοιπόν ότι τόσο οι ασθενείς όσο και οι γιατροί, πρέπει
να γνωρίζουν τους σύνθετους κινδύνους και προς τις δύο κατευθύνσεις που
διέπουν τη σχέση διαβήτη τύπου 2 και κατάθλιψης.
Στους καταθλιπτικούς χρειάζονται αυξημένα μέτρα πρόληψης και προσοχή
κατά του διαβήτη τύπου 2. Στους διαβητικούς χρειάζεται προσοχή και πρόληψη
από τον κίνδυνο κατάθλιψης που μπορεί να επιδεινώσει τη νόσο και τον
μακροχρόνιο έλεγχο της.