Η κατάθλιψη πλήττει εκατομμύρια ανθρώπους παγκοσμίως.
Οι στατιστικές δείχνουν ότι το 13% των ανδρών και το 21% των γυναικών θα υποστούν σοβαρή κατάθλιψη σε κάποια φάση της ζωής τους.
Μέχρι το 2020 υπολογίζεται ότι η κατάθλιψη θα είναι η δεύτερη σε συχνότητα αιτία, μετά από τις καρδιακές παθήσεις, για πρόκληση μειονεξιών και αναπηριών.
Η Παγκόσμιος Οργάνωση Υγείας θεωρεί ότι η κατάθλιψη είναι η ασθένεια που προκαλεί την τέταρτη σε σειρά μεγαλύτερη επιβάρυνση στην κοινωνία όσον αφορά τις συνέπειες που προκαλεί η ασθένεια στους ανθρώπους και το οικονομικό βάρος που προκύπτει.
Τα δεδομένα αυτά δείχνουν ότι υπάρχει μεγάλη και άμεση ανάγκη για την εφαρμογή καλύτερων μέτρων για την πρόληψη, διάγνωση και θεραπεία της κατάθλιψης.
Δυστυχώς με τον τρόπο που γίνονται σήμερα οι θεραπείες για την κατάθλιψη, οι 4 στους 5 ασθενείς υποτροπιάζουν, παρουσιάζοντας νέα επεισόδια μετά από την επιτυχή αντιμετώπιση ενός πρώτου επεισοδίου.
Ο λόγος για τα δυσάρεστα αυτά αποτελέσματα, οφείλεται στο γεγονός ότι η αντικαταθλιπτική θεραπεία δίνεται συνήθως για την αντιμετώπιση ενός επεισοδίου κατάθλιψης, με χρονική διάρκεια που κυμαίνεται στις περισσότερες περιπτώσεις μεταξύ 2 και 3 μηνών.
Εκείνο που συμβαίνει, είναι όταν φανεί ότι ο ασθενής δεν έχει πλέον τα συμπτώματα της πάθησης, τότε διακόπτεται η θεραπεία. Αυτός ο τρόπος αντιμετώπισης του προβλήματος φαίνεται ότι είναι λανθασμένος.
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα μεγάλης έρευνας που βασίστηκε στην ανασκόπηση κλινικών δοκιμών που έγιναν κατά τις τελευταίες δεκαετίες, η κατάθλιψη πρέπει να θεωρείται και να αντιμετωπίζεται ως μια χρόνια ασθένεια.
Η έρευνα έγινε από γιατρούς του πανεπιστημίου της Οξφόρδης και βασίστηκε στα αποτελέσματα κλινικών δοκιμών που αφορούσαν 4.410 ασθενείς με κατάθλιψη. Οι ασθενείς, στις περισσότερες έρευνες, υποβάλλονταν αρχικά σε μια θεραπεία με αντικαταθλιπτικά φάρμακα. Στη συνέχεια κατανέμονταν με τυχαίο τρόπο στο να συνεχίζουν τα φάρμακα ή να διακόπτουν πλήρως τη θεραπεία τους.
Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι από τους ασθενείς που συνέχιζαν τα αντικαταθλιπτικά φάρμακα μόνο το 18% παρουσίαζε υποτροπές της νόσου με νέα επεισόδια κατάθλιψης.
Από τους ασθενείς που διέκοπταν τα φάρμακα, το 41% υποτροπίαζε, η ασθένειά τους δηλαδή επανεμφανιζόταν.
Το είδος του αντικαταθλιπτικού φαρμάκου που δινόταν στους ασθενείς δεν επηρέαζε τα αποτελέσματα.
Το συμπέρασμα των ερευνητών είναι ότι για ασθενείς που έχουν κίνδυνο για υποτροπή της ασθένειας τους, θα πρέπει τα φάρμακα να δίνονται συνεχώς για τουλάχιστο 1 χρόνο ή περισσότερο. Υπολογίζουν ότι μια τέτοια προσέγγιση θα μπορούσε να μειώσει τον κίνδυνο υποτροπής της ασθένειας κατά 50%.
Τονίζεται ότι η κάθε περίπτωση πρέπει να εξετάζεται με τα δικά της ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Για παράδειγμα εάν κάποιος πάθει ένα πρώτο επεισόδιο κατάθλιψης ήπιας ή μέτριας μορφής, δεν είναι απαραίτητο να υποβληθεί σε φαρμακευτική θεραπεία. Φυσικά εάν το επεισόδιο είναι σοβαρό, με τάσεις ή σκέψεις αυτοκτονίας, τότε τα αντικαταθλιπτικά φάρμακα χρειάζονται.
Επιπλέον πρέπει να αναφέρουμε ότι έρευνες που έγιναν με τη βοήθεια της μαγνητικής τομογραφίας, έδειξαν ότι σε ασθενείς που πάσχουν από επαναλαμβανόμενα επεισόδια κατάθλιψης, παρουσιάζονται αλλοιώσεις με συρρίκνωση ορισμένων περιοχών του εγκεφάλου.
Παρατηρείται επίσης απώλεια της μνήμης σε ασθενείς με χρόνια κατάθλιψη. Όσο μεγαλύτερο είναι το χρονικό διάστημα που διαρκεί η νόσος τόσο πιο δύσκολο είναι για τον ασθενή να ανακτήσει αυτά που έχασε.
Εμείς συμπερασματικά θα τονίσουμε την ανάγκη για καλύτερη διάγνωση και έγκαιρη αντιμετώπιση της ασθένειας. Η κατάθλιψη πλήττει όλο και περισσότερους συνανθρώπους μας και αυτό δεν πρόκειται να βελτιωθεί στη σημερινή ανταγωνιστική και ιδιαίτερα σκληρή κοινωνία μας.
Η θεραπεία της κατάθλιψης θα πρέπει να γίνεται από γιατρούς που έχουν εμπειρία στον τομέα αυτό, θα πρέπει να λαμβάνονται υπ΄ όψη όλα τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του ασθενούς και του ιστορικού του.
Είναι καλύτερα η κατάθλιψη να θεωρείται ως χρόνια νόσος, με μακροχρόνια συνέχιση της θεραπείας στις περιπτώσεις ψηλού κινδύνου η οποία μπορεί να μειώνει το ποσοστό των ασθενών που παρουσιάζουν επαναλαμβανόμενα επεισόδια.