Η κατάθλιψη προκαλεί αισθήματα λύπης τα οποία επηρεάζουν αρνητικά την καθημερινή ζωή των ατόμων που προσβάλλονται από αυτή.
Περισσότερες από το 50% των περιπτώσεων των ασθενών που πάσχουν από κατάθλιψη δεν ανιχνεύονται και δεν γίνεται η ορθή διάγνωση. Παράλληλα ένας μεγάλος αριθμός των ασθενών αυτών δεν λαμβάνει την κατάλληλη θεραπεία.
Περίπου 1 άτομο στα 5 θα προσβληθεί από κατάθλιψη σε κάποια φάση της ζωής του.
Η κατάθλιψη είναι μια ασθένεια που χαρακτηρίζεται από μια έλλειψη ενδιαφέροντος για πράγματα ή καταστάσεις που πρωτύτερα ενδιέφεραν το άτομο και μια σημαντική μείωση του επιπέδου ενεργητικότητας του ατόμου που συνοδεύονται από έντονα συναισθήματα λύπης.
Τα αισθήματα λύπης που νιώθει ένα άτομο μετά από το θάνατο κάποιου αγαπημένου προσώπου ή μετά από την απώλεια της εργασίας του, είναι φυσιολογικές αντιδράσεις και δεν υποδηλούν την ύπαρξη της ασθένειας της κατάθλιψης.
Πολύ συχνά οι ασθενείς που πάσχουν από κατάθλιψη δεν το αντιλαμβάνονται από μόνοι τους. Για το λόγο αυτό δεν ζητούν ιατρική βοήθεια για να αντιμετωπίσουν την πάθησή τους.
Σε μερικές περιπτώσεις η ασθένεια μπορεί να φύγει από μόνη της. Πολλοί όμως ασθενείς, χρειάζονται θεραπευτική αντιμετώπιση με συμβουλές ή και φάρμακα για να ξεπεράσουν τη ψυχολογικά οδυνηρή αυτή κατάσταση.
Οι ειδικοί πιστεύουν ότι οι γιατροί θα πρέπει, κατά την εξέταση των ασθενών τους, να αναζητούν συστηματικά σε όλους, την ύπαρξη ή όχι της ασθένειας της κατάθλιψης.
Η ανίχνευση της κατάθλιψης έχει σαν στόχο την αναζήτηση και αναγνώριση της ασθένειας σε άτομα τα οποία δεν αναφέρουν ή δεν παραπονιούνται ότι πάσχουν από τα συμπτώματα της νόσου.
Η αναγνώριση της νόσου δια μέσου ενός ανιχνευτικού προγράμματος που θα εφαρμόζεται από τους γιατρούς, θα επιτρέπει την έναρξη της ορθής αντιμετώπισης. Τα ευεργετικά αποτελέσματα μιας τέτοιας στρατηγικής θα είναι ωφέλιμα για τον ασθενή, το περιβάλλον του και το κοινωνικό σύνολο.
Τα δεδομένα αυτά ώθησαν την ειδική ομάδα εμπειρογνωμόνων των προληπτικών υπηρεσιών των Ηνωμένων Πολιτειών (US Preventive Services Task Force) να μελετήσει το θέμα και να εκδώσει οδηγίες προς τους γιατρούς για την εφαρμογή ενός προγράμματος ανίχνευσης της κατάθλιψης.
Μετά από ανάλυση των δεδομένων που υπάρχουν μέχρι σήμερα και τα αποτελέσματα ερευνητικών εργασιών, η ειδική ομάδα εμπειρογνωμόνων συστήνει όπως οι γιατροί, να αναζητούν σε όλους τους ασθενείς τους κατά τις επισκέψεις τους, την ύπαρξη ή όχι μιας καταθλιπτικής κατάστασης.
Σύμφωνα με τα ευρήματά τους, φαίνεται ότι όταν οι γιατροί βάζουν αρχικά δύο απλές ερωτήσεις στους ασθενείς, μπορούν να αναγνωρίσουν την κατάθλιψη εξ' ίσου καλά με άλλες πιο πολύπλοκες ερωτήσεις.
Οι εμπειρογνώμονες αυτοί συστήνουν όπως οι γιατροί να αρχίζουν με τις 2 ακόλουθες βασικές ερωτήσεις:
- Κατά τη διάρκεια των 2 περασμένων εβδομάδων, είχατε ένα αίσθημα μείωσης της ενέργειάς σας με αίσθημα απελπισίας και κατάθλιψης;
- Κατά τη διάρκεια των 2 περασμένων εβδομάδων, νιώσατε ότι μειώθηκε το ενδιαφέρον ή η ευχαρίστησή σας για να κάνετε πράγματα που συνήθως σας άρεσαν;
Σε περίπτωση που ο ασθενής απαντήσει θετικά σε μια από τις δύο ερωτήσεις, τότε θα πρέπει ο γιατρός να προχωρήσει σε μια περισσότερο εξειδικευμένη, σε βάθος διερεύνηση, με ερωτήσεις για να διευκρινισθεί κατά πόσο πράγματι ο ασθενής πάσχει ή όχι από κατάθλιψη.
Οι ειδικοί της ομάδας αυτής δεν μπόρεσαν να διευκρινίσουν και γι' αυτό δεν έκαναν συστάσεις για ανιχνευτικά προγράμματα για την κατάθλιψη στα παιδιά και στους έφηβους.
Είναι γνωστό ότι η κατάθλιψη είναι ένα συχνό πρόβλημα. Ξέρουμε επίσης ότι όταν οι ασθενείς ερωτώνται για τα αισθήματα λύπης που νιώθουν τότε μιλούν για την κατάσταση τους.
Για τους λόγους αυτούς η ανίχνευση της κατάθλιψης σε όλους τους ενήλικες ασθενείς κατά την επίσκεψη τους στο γιατρό, θα έχει ευεργετικά αποτελέσματα με την έναρξη της σωστής αντιμετώπισης και φαρμακευτικής θεραπείας εάν χρειάζεται, στους ασθενείς αυτούς.