Οι μεταγγίσεις αίματος είναι απίθανο να μεταδίδουν καρκίνο.
Οι ασθενείς που λαμβάνουν μετάγγιση αίματος από δότες οι οποίοι έχουν καρκίνο αλλά δεν το γνωρίζουν, δεν κινδυνεύουν περισσότερο να προσβληθούν από καρκίνο σε σύγκριση με ασθενείς που λαμβάνουν αίμα από δότες χωρίς καρκίνο.
Προτού το αίμα από ένα δότη χρησιμοποιηθεί για σκοπούς μεταγγίσεων σε ασθενείς, γίνονται ιδιαίτερα αυστηροί έλεγχοι με μια σειρά από τεστ, που στόχο έχουν να διασφαλίσουν, ότι δεν θα μεταδοθούν ασθένειες από το δότη προς το δέκτη.
Για το πρόβλημα μετάδοσης μολυσματικών ασθενειών, ο κίνδυνος έχει προσδιορισθεί με ακρίβεια και λαμβάνονται συστηματικά όλα τα απαραίτητα προληπτικά μέτρα. Ωστόσο για το ερώτημα του κατά πόσο υπάρχει πιθανότητα μετάδοσης από τη μετάγγιση αίματος, χρόνιων ασθενειών όπως ο καρκίνος, η διερεύνηση για ανεύρεση της πραγματικότητας ήταν δυσκολότερη.
Είναι γεγονός ότι εκφράστηκαν ανησυχίες ότι μια κακοήθης νόσος μπορεί να μεταδοθεί διαμέσου της μετάγγισης αίματος. Ένας όγκος έστω και εάν είναι πολύ μικρός σε σημείο που να μην μπορεί να ανιχνευτεί, είναι δυνατόν να απελευθερώνει κάθε μέρα στην κυκλοφορία του αίματος εκατομμύρια καρκινικά κύτταρα τα οποία έχουν τη δυνατότητα να δημιουργούν νέες εστίες καρκίνου στο δότη. Όμως, μπορεί αυτό να συμβεί και στο δέκτη μιας τέτοιας μετάγγισης;
Το σοβαρό αυτό ερώτημα απασχόλησε τους γιατρούς και άλλους ερευνητές. Στη βιβλιογραφία υπήρξαν αναφορές μετάδοσης καρκινικών κυττάρων από βελόνες ή χειρουργικά εργαλεία που δείχνουν ότι τα κακοήθη κύτταρα μπορούν να μεταμοσχεύονται και να αναπτύσσονται σε υγιείς αποδέκτες. Υπάρχουν και μερικά στοιχεία που δείχνουν ότι μεταγγισμένοι ασθενείς διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο για καρκίνο ιδιαίτερα λέμφωμα τύπου μη Hodgkin.
Για να ανακαλύψουν τι συμβαίνει στην πραγματικότητα, γιατροί από τη Σουηδία και τη Δανία, διεξήγαγαν έρευνα για να δουν εάν υπάρχουν περισσότερες διαγνώσεις καρκίνου σε ασθενείς που έλαβαν μεταγγίσεις αίματος από αιμοδότες οι οποίοι έδωσαν αίμα όταν είχαν καρκίνο και δεν το γνώριζαν.
Χρησιμοποιώντας στοιχεία αρχείων από τη Σουηδία και Δανία, οι ερευνητές δημιούργησαν μια βάση δεδομένων από την οποία προσδιόρισαν τα άτομα που είχαν εκτεθεί δηλαδή που είχαν λάβει μετάγγιση από αιμοδότη που διαγνώστηκε ότι έπασχε από καρκίνο σε χρονικό διάστημα λιγότερο των 5 ετών μετά από την αιμοδοσία.
Ο πληθυσμός που μελετήθηκε περιλάμβανε όλα τα άτομα χωρίς ιστορικό κακοήθους νόσου τα οποία έλαβαν τουλάχιστον μία μονάδα ολικού αίματος, συμπεπυκνωμένα ερυθρά αιμοσφαίρια, πλάσμα, ή αιμοπετάλια στη χρονική περίοδο, μεταξύ 1968 και 2002.
Όλοι οι αιμοδότες που έδωσαν αίμα για τις πιο πάνω μεταγγίσεις αίματος ή προϊόντων του, βρέθηκαν διαμέσου των αρχείων πληθυσμού και υγείας των δύο χωρών. Για όσους αιμοδότες διαγνώστηκε καρκίνος στα 5 χρόνια που ακολούθησαν την αιμοδοσία, θεωρήθηκε ότι είχαν καρκίνο που δεν είχε ανιχνευθεί κλινικά κατά το χρόνο της μετάγγισης.
Συνολικά τα στοιχεία έδειξαν ότι 12.012 ασθενείς που μεταγγίστηκαν, είχαν εκτεθεί σε αίμα από άτομα που σε διάστημα 5 ετών μετά την αιμοδοσία διαγνώστηκαν με καρκίνο. Κατά την ίδια περίοδο της έρευνας, καταγράφηκαν 342.082 ασθενείς που έλαβαν μετάγγιση χωρίς να εκτεθούν, δηλαδή οι αιμοδότες από τους οποίους έλαβαν το αίμα δεν παρουσίασαν στα 5 χρόνια καρκίνο.
Οι μεταγγισθέντες ασθενείς που έλαβαν αίμα από αιμοδότες οι οποίοι ήταν γνωστό ότι είχαν ιστορικό καρκίνου, αποκλείσθηκαν από την ανάλυση όπως επίσης και εκείνοι για τους οποίους ήταν αδύνατο να συλλεχθούν στοιχεία για την εξέλιξη τους.
Όλοι οι ασθενείς που δέχθηκαν μεταγγίσεις, έτυχαν παρακολούθησης για τυχόν πρόβλημα καρκίνου με τη βοήθεια των αρχείων καρκίνου της Σουηδίας και της Δανίας. Οι μεταγγισθέντες ασθενείς που εκδήλωσαν καρκίνο στους 6 μήνες μετά τη μετάγγιση, αποκλείσθηκαν από την τελική ανάλυση των αποτελεσμάτων.
Οι ερευνητές, αναγνώρισαν 978 περιπτώσεις καρκίνου μεταξύ των ασθενών που έλαβαν αίμα. Η στατιστική ανάλυση έδειξε ότι δεν υπήρχε αυξημένος κίνδυνος προσβολής από καρκίνο μεταξύ των ασθενών που έλαβαν ένα ή περισσότερα προϊόντα αίματος από αιμοδότες με προκαρκινικές καταστάσεις. Ο σχετικός κίνδυνος δεν επηρεαζόταν από το φύλο, την ηλικία, την ημερολογιακή περίοδο ή τον αριθμό των μεταγγίσεων.
Εκείνο που είναι ακόμη σημαντικότερο, είναι το ότι δεν βρέθηκε να υπάρχει αυξημένος κίνδυνος όταν οι ασθενείς λάμβαναν αίμα από αιμοδότες που αποδείχθηκε ότι είχαν καρκίνο από όργανα που είναι γνωστό ότι κάνουν μεταστάσεις διαμέσου του αίματος όπως οι πνεύμονες, το συκώτι, ο σκελετός και το κεντρικό νευρικό σύστημα.
Ακόμη ένα επιπρόσθετο σημαντικό εύρημα, έχει σχέση με τους 9.377 μεταγγισθέντες ασθενείς που αποκλείσθηκαν από την ανάλυση των αποτελεσμάτων διότι όπως αναφέραμε πιο πάνω, ήταν γνωστό κατά την αιμοδοσία ότι ο αιμοδότης είχε καρκίνο. Η επιμέρους ανάλυση των ασθενών αυτών, έδειξε ότι δεν είχαν αυξημένο κίνδυνο προσβολής από καρκίνο όπως δηλαδή βρέθηκε και στους άλλους ασθενείς που είχαν λάβει αίμα από δότες που δεν είχαν καρκίνο.
Οι ερευνητές εισηγούνται ότι επειδή δεν υπάρχει αυξημένος κίνδυνος για καρκίνο που σχετίζεται με αίμα από αιμοδότες με ιστορικό καρκίνου, θα ήταν δυνατό να θεωρηθεί ότι οι ασθενείς που επιβιώνουν μακροχρόνια μετά από ένα καρκίνο αποτελούν μια ομάδα αιμοδοτών χωρίς ιδιαίτερο κίνδυνο.
Συμπερασματικά, βλέπουμε ότι η μετάγγιση αίματος δεν μεταδίδει τον καρκίνο. Οι μέθοδοι και οι έλεγχοι που χρησιμοποιούνται σήμερα, διασφαλίζουν ότι η μετάγγιση αποτελεί μια ασφαλή και αποτελεσματική θεμελιώδους σημασίας θεραπευτική μέθοδο.