Μέχρι
τώρα ήταν γνωστό ότι το αίμα ομφάλιου
λώρου μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για
μεταμοσχεύσεις σε παιδιά που πάσχουν
από λευχαιμίες και άλλες ανάλογες
νόσους και τα οποία ενώ χρειάζονται
άμεση μεταμόσχευση μυελού των οστών,
δεν έχουν συμβατό δότη.
Η μέθοδος αυτή αποδείχθηκε
ότι είναι αποτελεσματική και σε
ενήλικες ασθενείς που πάσχουν από
λευχαιμίες και άλλες κακοήθεις
ασθένειες του αίματος σύμφωνα με
πρόσφατη κλινική έρευνα που μας
έρχεται από το πανεπιστήμιο του
Κλήβελαντ.
Οι Αμερικανοί γιατροί
χρησιμοποίησαν κύτταρα από αίμα
ομφάλιου λώρου σε 68 ασθενείς που
έπασχαν από λευχαιμία ή άλλη κακοήθη
νόσο του αίματος, οι οποίοι έπρεπε να
υποβληθούν σε αλλογενή μεταμόσχευση
μυελού των οστών αλλά δεν είχαν
διαθέσιμο δότη.
Τα κύτταρα αυτά έχουν την
ιδιότητα να δημιουργούν όλα τα
στοιχεία του αίματος. Μετά από την
μετάγγιση τους στον ασθενή που
υποβάλλεται σε μεταμόσχευση,
εγκαθίστανται στα οστά και αφού
πολλαπλασιαστούν μπορούν να
συγκροτήσουν ένα νέο μυελό των οστών,
πανομοιότυπο με αυτό του δότη.
Εκείνο που είναι σημαντικό
είναι ότι τα μοσχεύματα ομφάλιου λώρου
που χρησιμοποιήθηκαν για τους ασθενείς
αυτούς δεν ήταν πλήρως ιστοσυμβατά
μαζί τους.
Σε 90% των ασθενών
παρατηρήθηκε πλήρης αιματολογική
ανασυγκρότηση σε 6 εβδομάδες μετά
από την μεταμόσχευση, γεγονός που
θεωρείται πολύ ικανοποιητικό. Σε 5
ασθενείς το μόσχευμα απέτυχε να
λειτουργήσει.
Από τους 68 ασθενείς, οι 18
ήταν καλά και χωρίς υποτροπή της
νόσου για 11 έως 51 μήνες μετά από την
μεταμόσχευσή τους.
Τριανταδύο ασθενείς
απεβίωσαν από επιπλοκές που
προκλήθηκαν κατά τους 3 πρώτους μήνες
μετά την μεταμόσχευση και που ήσαν
κυρίως λοιμώξεις.
Το ψηλό ποσοστό
θνησιμότητας που παρατηρήθηκε
οφειλόταν στο γεγονός ότι οι ασθενείς
αυτοί ήσαν όλοι ψηλού κινδύνου λόγω του
ότι είχαν υποβληθεί ήδη πρωτύτερα σε
πολλές βαριές χημειοθεραπείες και είχαν
υποστεί υποτροπές.
Η συχνότερη επιπλοκή που
παρατηρήθηκε ήταν η νόσος του δότη κατά
του ξενιστή (GVHD). Στην ασθένεια αυτή
το μόσχευμα αναγνωρίζει σαν ξένα τα
αντιγόνα και ως εκ τούτου τα όργανα και
τους ιστούς του ασθενούς.
Το αποτέλεσμα είναι ότι
προκύπτουν σοβαρές επιπλοκές στον
μεταμοσχευμένο ασθενή με βλάβες που
δημιουργούνται σε πολλά όργανα του
όπως το δέρμα, το συκώτι, το έντερο, τα
μάτια και το μυελό των οστών.
Οι επιπλοκές που
παρατηρήθηκαν με τη χρήση μη συμβατών
μοσχευμάτων αίματος ομφαλίου λώρου
ήταν λιγότερες απ' αυτές που
παρατηρούνται όταν χρησιμοποιούνται
μοσχεύματα από μη συμβατούς ενήλικες
δότες.
Είναι η πρώτη φορά που μια
κλινική έρευνα δείχνει τη χρησιμότητα
της μεθόδου αυτής στους ενήλικες με
κακοήθεις νόσους.
Το γεγονός ότι μπορούν με
λιγότερους κινδύνους να
χρησιμοποιηθούν και μη συμβατά
μοσχεύματα αυξάνει σημαντικά τις
δυνατότητες της θεραπείας αυτής.
Πρέπει να σημειωθεί ότι
παγκοσμίως έχουν δημιουργηθεί
τράπεζες αίματος ομφάλιου λώρου όπου
μαζεύονται, τυποποιούνται και
φυλάγονται αίματα ομφάλιου λώρου. Τα
αίματα αυτά, τα οποία κανονικά
πετάγονται αφού πλέον δεν είναι
χρήσιμα, συλλέγονται από τον ομφάλιο
λώρο κατά το τέλος του τοκετού και
αποστέλλονται σε ειδικά εργαστήρια για
τυποποίηση και επεξεργασία.
Σήμερα υπάρχει διαθέσιμος
ένας πολύ μεγάλος αριθμός μονάδων
αίματος ομφαλίου λώρου, της τάξης των
65.000, που μπορεί να χρησιμοποιηθούν για
ασθενείς που δεν έχουν δότη.
Μέχρι σήμερα έχουν γίνει
περίπου 1500 μεταμοσχεύσεις σε ασθενείς
παγκοσμίως με τη χρήση τέτοιων μονάδων
είτε με πλήρη είτε με μερική
συμβατότητα.
Οι μεταμοσχεύσεις αυτού
του τύπου έχουν ανοίξει νέες
θεραπευτικές διεξόδους σε ενήλικες
ασθενείς με λευχαιμία, λέμφωμα,
μυελοδυσπλασία και απλαστική αναιμία.
Ιδιαίτερα η δυνατότητα χρήσης μερικώς
συμβατών μοσχευμάτων για ασθενείς που
δεν έχουν συμβατούς δότες λύνει
αδιέξοδα για ασθενείς που διαφορετικά
δεν θα είχαν καμιά ελπίδα επιβίωσης.
Εκείνο που πρέπει ακόμη
να επιτευχθεί είναι η μείωση των
επιπλοκών (επικίνδυνες λοιμώξεις,
νόσος του δότη κατά του ξενιστή) μετά
από τέτοιες μεταμοσχεύσεις για να
αυξηθούν τα ποσοστά επιβίωσης με καλή
ποιότητα ζωής.