Η
πληροφόρηση των ασθενών σχετικά με οποιαδήποτε ιατρική πράξη στην οποία
πρόκειται να υποβληθούν είναι καθοριστικής σημασίας.Η
πληροφόρηση επιτρέπει στον ασθενή να αξιολογήσει τους κινδύνους που
πιθανόν να διατρέξει. Τότε μπορεί ελεύθερα να αποφασίσει κατά πόσο είναι
πρόθυμος να λάβει τη θεραπεία που του προτείνεται αφού ζυγίσει τα υπέρ και
τα κατά.
Σήμερα στις περισσότερες ανεπτυγμένες χώρες του κόσμου, απαιτείται από
τους γιατρούς να πληροφορούν τους ασθενείς για τους κινδύνους που υπάρχουν
σε οποιαδήποτε θεραπεία την οποία προτείνουν.
Μετά από την ενημέρωση, ο ασθενής υπογράφει μια σχετική δήλωση με την
οποία βεβαιώνει ότι έχει δώσει τη συγκατάθεσή του κατόπιν εκτενούς
πληροφόρησης που έχει λάβει από το γιατρό του και ότι έχει κατανοήσει αυτά
που του λέχθηκαν.
Το ερώτημα που τίθεται τακτικά κάτω από αυτές τις συνθήκες είναι
κατά πόσο οι ασθενείς θυμούνται αυτά που τους λένε οι γιατροί τους μετά
από τη θεραπεία.
Παράλληλα τίθεται και το ερώτημα κατά πόσο είναι προτιμότερο ο γιατρός
να δίνει μόνο προφορικά τις πληροφορίες ή εάν είναι καλύτερα εκτός από την
προφορική ενημέρωση να δίνει και γραπτώς ενημέρωση στον ασθενή του για τη
σχετική θεραπεία.
Για να απαντηθεί με επιστημονικό τρόπο το ερώτημα αυτό, πλαστικοί
χειρούργοι από τον Καναδά και τις Ηνωμένες Πολιτείες, διεξήγαγαν έρευνα με
τη συμμετοχή 120 ασθενών με μέσο όρο ηλικίας 41 ετών. Οι ασθενείς έπρεπε
να υποβληθούν σε διάφορες επεμβάσεις πλαστικής χειρουργικής: Αφαίρεση
ρυτίδων, διόρθωση μύτης και λέιζερ για διόρθωση ρυτίδων και άλλων ατελειών
του προσώπου.
Οι ασθενείς διαχωρίστηκαν με τυχαιοποιημένο τρόπο σε δύο ομάδες: Οι 57
έλαβαν μόνο προφορική ενημέρωση από το γιατρό τους ενώ οι υπόλοιποι 63
έλαβαν όχι μόνο προφορική ενημέρωση αλλά και γραπτή δια μέσου φυλλαδίου
στο οποίο υπήρχε όλη η αναγκαία πληροφόρηση.
Οι ερευνητές μίλησαν με τους ασθενείς 15 μέρες μετά
από την αρχική συνάντηση τους με το γιατρό τους.
Διαπίστωσαν ότι συνολικά και για τις δύο ομάδες, οι ασθενείς ήταν
σε θέση να θυμούνται μόνο το 40% των κινδύνων που τους είχαν εξηγηθεί.
Όμως παρατηρήθηκε ότι οι ασθενείς που είχαν πάρει και γραπτή
ενημέρωση θυμόντουσαν σημαντικά περισσότερο τους κινδύνους σε σύγκριση
με τους υπόλοιπους.
Βρέθηκε επίσης ότι οι ασθενείς με πανεπιστημιακή μόρφωση, οι
γυναίκες, αυτοί που υποβάλλονταν σε πλαστική χειρουργική στη μύτη και
αυτοί που ελάμβαναν θεραπεία με λέιζερ, θυμόντουσαν καλύτερα τους
κινδύνους που τους είχαν κοινοποιηθεί αρχικά.
|
Το συμπέρασμα των ερευνητών είναι ότι οι ασθενείς που λαμβάνουν
προφορική και γραπτή ενημέρωση, είναι σε θέση να καταλάβουν και να
συγκρατήσουν καλύτερα τους κινδύνους που υπάρχουν σε μια θεραπεία.
Παράλληλα είναι σε καλύτερη θέση για να δώσουν την πληροφορημένη
συγκατάθεση τους ή την άρνησή τους για μια συγκεκριμένη θεραπεία.
Πιστεύουμε ότι είναι σημαντικό οι γιατροί, χειρούργοι και άλλοι, να
ενημερώνουν λεπτομερώς τους ασθενείς τους για τα ακόλουθα:
- Το είδος της ασθένειάς τους
- Τη φυσική εξέλιξη της νόσου σε περίπτωση που δεν γίνει καμία
θεραπεία
- Το σκοπό της θεραπείας, τα ωφελήματα που αναμένεται να προκύψουν, τα
πλεονεκτήματα της συγκεκριμένης θεραπείας σε σύγκριση με άλλες, τα
μειονεκτήματα και οι περιορισμοί της, οι κίνδυνοι και πιθανές επιπλοκές
- Τις δυνατότητες που υπάρχουν για αντιμετώπιση των επιπλοκών. Επίσης
πρέπει να κοινοποιείται στον ασθενή από το γιατρό πόσο συχνά ο
τελευταίος έχει συναντήσει τέτοιου είδους επιπλοκές
- Τις εναλλακτικές προσεγγίσεις σε οποιαδήποτε μορφή θεραπείας
- Πληροφόρηση για το ποιος, που και πως ακριβώς θα κάνει τη θεραπεία
Παράλληλα θέλουμε να τονίσουμε ότι πρέπει να δίνεται χρόνος στον ασθενή
για να κατανοήσει και να αντιληφθεί ορθά όλα όσα του έχουν λεχθεί.
Για το λόγο αυτό, δεν είναι ορθό η πληροφορημένη συγκατάθεση του
ασθενούς να γίνεται μόλις πριν από την προτεινόμενη θεραπεία. Η γραπτή
και προφορική ενημέρωση μαζί με ένα εύλογο χρονικό διάστημα που θα
ακολουθήσει, θα επιτρέψουν στον ασθενή να εμπεδώσει τις νέες έννοιες που
του έχουν κοινοποιηθεί και θα μπορέσει να υποβάλει τις ερωτήσεις
του.
Η πρακτική αυτή θα αποβεί προς όφελος όλων. Για τους ασθενείς θα
υπάρχει καλύτερη κατανόηση της πάθησης τους και της θεραπείας τους ενώ για
τους γιατρούς θα υπάρχει μικρότερος κίνδυνος παρεξηγήσεων, προβλημάτων και
ακόμη δικαστικών επιπλοκών.