Η
χρήση του αυτόματου πιλότου (cruise control)
όταν βρέχει και μαζεύεται νερό στο δρόμο μπορεί να είναι αιτία
αστάθειας, γλιστρήματος και απώλειας ελέγχου του αυτοκινήτου από τον
οδηγό δημιουργώντας έτσι μεγάλο κίνδυνο για δυστύχημα.
Ο αυτόματος πιλότος είναι μια χρήσιμη τεχνολογική εξέλιξη που βοηθά
τον οδηγό. Επιτρέπει την εξοικονόμηση καυσίμων και προφυλάσσει τον οδηγό
από το να υπερβαίνει τα επιτρεπόμενα όρια ταχύτητας.
Ωστόσο η υπερβολική χρήση του αυτόματου πιλότου πορεί να κάνει τον
οδηγό να μην προσέχει στο δρόμο στο βαθμό που απαιτείται δημιουργώντας
έτσι συνθήκες πρόκλησης δυστυχήματος. Ο οδηγός που τον χρησιμοποιεί
πρέπει να δίνει όλη του την προσοχή στις συνθήκες οδήγησης και να μην
αφήνει τον εαυτό του να αφαιρείται.
Όταν βρέχει ο οδηγός πρέπει να είναι ακόμη πιο προσεκτικός.
Ένας μεγάλος κίνδυνος είναι το γλίστρημα του αυτοκινήτου. Όταν αρχίζει
να βρέχει και το νερό πέφτει δρόμους που ήταν στεγνοί για κάποιο χρονικό
διάστημα, ο κίνδυνος γλιστρήματος αυξάνεται κατά πολύ.
Τα λάδια, τα γράσα και άλλες ακαθαρσίες που είχαν μαζευτεί και
εμποτίσει το οδόστρωμα, μόλις αρχίζει να βρέχει ανέρχονται στο ελαφρύ
στρώμα νερού που συλλέγεται στην επιφάνεια του δρόμου. Δημιουργούνται
έτσι συνθήκες που προκαλούν εύκολα γλίστρημα του αυτοκινήτου.
Οι συνθήκες γλιστρήματος μετά από την αρχή της βροχής που
δημιουργούνται λόγω των λαδιών και των γράσων είναι ανάλογες και εξίσου
επικίνδυνες όπως όταν υπάρχει ένα λεπτό στρώμα πάγου στο οδόστρωμα λόγω
πτώσης της θερμοκρασίας. Όταν συνεχίσει η βροχή για πολύ και πέσουν
μεγάλες ποσότητες νερού στο οδόστρωμα, τότε οι λιπαρές ουσίες και οι
ακαθαρσίες ξεπλένονται από το δρόμο και φεύγουν.
Επιπρόσθετα από τον κίνδυνο του γλιστρήματος λόγω των λιπαρών ουσιών
στο οδόστρωμα, δημιουργείται για τον οδηγό ακόμη μια άλλη, εξίσου
επικίνδυνη κατάσταση. Όταν το νερό παραμένει στο οδόστρωμα και
συλλέγεται, οι τροχοί δεν καταφέρνουν πλέον να εκτοπίζουν το νερό από
κάτω τους αρκετά γρήγορα.
Όταν συμβαίνει αυτό και οι τροχοί βρίσκονται συνεχώς στο νερό
δημιουργείται το φαινόμενο της απώλειας της έλξης στις υγρές επιφάνειες
(hydroplaning). Το φαινόμενο αυτό αυξάνει
δραματικά τον κίνδυνο γλιστρήματος και απώλειας ελέγχου του αυτοκινήτου.
Η απώλεια έλξης στις υγρές επιφάνειες αρχίζει ακόμη και σε χαμηλές
ταχύτητες της τάξης των 56 χιλιομέτρων ανά ώρα. Σε ταχύτητες των 88
χιλιομέτρων ανά ώρα και περισσότερο τα φαινόμενο
hydroplaning γίνεται ιδιαίτερα επικίνδυνο. Όσο μεγαλύτερη
είναι η ταχύτητα τόσο περισσότερες είναι οι πιθανότητες να συμβεί η
απώλεια έλξης.
Βλέπουμε λοιπόν ότι οι δύο αυτοί κίνδυνοι που εμφανίζονται με τις
πρώτες βροχές σε στεγνούς δρόμους (λιπαρές ουσίες στην επιφάνεια και
απώλεια έλξης σε οδόστρωμα με νερό) αυξάνουν σε μεγάλο βαθμό τον κίνδυνο
σοβαρών δυστυχημάτων.
Σε οποιαδήποτε από τις δύο αυτές καταστάσεις, ο οδηγός για να
αποφύγει γλίστρημα του αυτοκίνητου και δυστύχημα πρέπει να μειώνει την
ταχύτητα του αυτοκινήτου. Το απότομο φρενάρισμα μπορεί να επιδεινώνει το
πρόβλημα.
Τα φρένα με σύστημα αντι-μπλοκαρίσματος (ABS)
βοηθούν διότι εμποδίζουν τους τροχούς να απολέσουν την πρόσφυση
τους στο έδαφος ακόμη και όταν βρέχει. Ωστόσο όταν υπάρχει συλλογή νερού
στο οδόστρωμα και απώλεια έλξης, η μείωση της ταχύτητας είναι η πρώτη
και άμεση πρώτη ενέργεια που πρέπει να κάνει ο οδηγός για να κρατήσει ή
να επανακτήσει τον έλεγχο του οχήματος.
Είναι σε αυτό το σημείο που ο αυτόματος πιλότος του αυτοκινήτου
μπορεί να προκαλέσει δυσκολίες. Ο αυτόματος πιλότος διατηρεί την
ταχύτητα του αυτοκινήτου σταθερή και έτσι προσθέτει στο πρόβλημα.
Απενεργοποιείται όταν ο οδηγός πατήσει τα φρένα αλλά είναι ακριβώς αυτό
που πρέπει να αποφύγει ο οδηγός όταν δημιουργείται
hydroplaning δηλαδή απώλεια έλξης λόγω νερού με γλίστρημα εκτος
εάν υπάρχει σύστημα ABS που βοηθά την
κατάσταση.
Για τους λόγους αυτούς όταν αρχίζει να βρέχει είναι πιο ασφαλές ο
οδηγός να απενεργοποιεί τον αυτόματο πιλότο και να χαμηλώνει την
ταχύτητα του.
Εμείς θα υπενθυμίσουμε ξανά τους αυξημένους κινδύνους που
δημιουργούνται όταν βρέχει. Ο αυτόματος πιλότος είναι καλύτερα να
χρησιμοποιείται όταν ο καιρός είναι καλός.