Η
θεραπεία ορμονικής αντικατάστασης δίνεται στις γυναίκες κατά τη διάρκεια
της εμμηνόπαυσης και μετά.
Ο στόχος είναι αρχικά να μειωθούν τα προβλήματα που υπάρχουν κατά τη
φάση της εμμηνόπαυσης, δηλαδή οι θερμές εκλάμψεις οι νυκτερινοί ιδρώτες,
οι αλλαγές της διάθεσης και η μείωση των κολπικών εκκρίσεων.
Στη συνέχεια δίνονται πάνω σε μακροχρόνια βάση για την πρόληψη της
οστεοπόρωσης, των καταγμάτων και καρδιακών προσβολών λόγω στεφανιαίας
νόσου.
Μέχρι σήμερα με βάση τα μέχρι τώρα ερευνητικά και
επιδημιολογικά δεδομένα, ήταν αποδεκτό ότι όλες οι γυναίκες στην μετά
την εμμηνόπαυση ζωή τους θα μπορούσαν να παίρνουν και να επωφελούνται
από τη θεραπεία αυτή. |
Οι μόνες αντενδείξεις για την ορμονική θεραπεία αντικατάστασης είναι το
ιστορικό καρκίνου του μαστού σε μια γυναίκα και το ιστορικό θρόμβωσης των
φλεβών στα κάτω μέλη.
Η ορμονική θεραπεία αντικατάστασης βασίζεται στη χορήγηση ενός
συνδυασμού από δύο ορμόνες, οιστρογόνων και προγεστερόνης.
Όμως τώρα τα πράγματα αλλάζουν σημαντικά.
Η Αμερικανική κυβέρνηση διέκοψε επειγόντως κατά τον Ιούλιο του 2002,
μια πολύ μεγάλη βαρυσήμαντη έρευνα, η οποία στόχο είχε να δείξει τι
επιδράσεις είχε η ορμονική θεραπεία αντικατάστασης στην υγεία των γυναικών
μετά την εμμηνόπαυση.
Τα βασικά ευρήματα που οδήγησαν τις αρμόδιες
ερευνητικές αρχές να διακόψουν τη συνέχιση της θεραπευτικής δοκιμής
ήταν τα ακόλουθα:
- Δημιουργούνται σοβαροί κίνδυνοι για τις γυναίκες: Οι
γυναίκες που ελάμβαναν τη θεραπεία είχαν σημαντικά περισσότερο
κίνδυνο να παρουσιάσουν καρδιακή προσβολή λόγω στεφανιαίας νόσου σε
σύγκριση με αυτές που δεν έπαιρναν την ορμονική θεραπεία. Αυξημένος
κίνδυνος στις γυναίκες που έπαιρναν τη θεραπεία υπήρχε και για
εγκεφαλικά επεισόδια όπως επίσης και για φλεβική θρόμβωση στα κάτω
άκρα με κίνδυνο πνευμονικής εμβολής. Επιπρόσθετα ο κίνδυνος για
καρκίνο του μαστού ήταν σημαντικά αυξημένος
- Υπήρχαν και ευεργετικά αποτελέσματα: Οι γυναίκες που
ελάμβαναν την ορμονική θεραπεία αντικατάστασης είχαν λιγότερα
κατάγματα, ιδιαίτερα σοβαρά κατάγματα όπως αυτά της άρθρωσης του
μηριαίου οστού και της λεκάνης. Η μείωση των καταγμάτων πιθανόν να
οφείλεται στη μείωση της οστεοπόρωσης που παρατηρείται στις γυναίκες
μετά από την εμμηνόπαυση. Επίσης παρατηρήθηκε μια μείωση της
συχνότητας του καρκίνου του χοντρού εντέρου στις γυναίκες που
ελάμβαναν την ορμονική θεραπεία αντικατάστασης
|
Το συμπέρασμα των ερευνητών με βάση τα πιο πάνω ευρήματα είναι ότι
οι κίνδυνοι είναι πολύ πιο μεγάλοι για τις γυναίκες που έπαιρναν ορμονική
θεραπεία αντικατάστασης και για αυτό σύστησαν την άμεση διακοπή της
ερευνητικής θεραπευτικής δοκιμής.
Η νέα αυτή εξέλιξη δημιουργεί σοβαρό πρόβλημα τόσο στις γυναίκες που
παίρνουν τη θεραπεία αυτή μέχρι σήμερα όσο και στους γιατρούς οι οποίοι
τις παρακολουθούν.
Το ερώτημα που δημιουργείται είναι θα πρέπει μήπως άμεσα όλες οι
γυναίκες να σταματήσουν αυτού του είδους τις θεραπείες;
Σύμφωνα με τους ειδικούς, για να απαντηθεί το ερώτημα αυτό θα πρέπει η
κάθε γυναίκα να συζητήσει προσεκτικά την περίπτωση της και τις
ιδιαιτερότητες της με το γιατρό της.
Βασικά θα πρέπει να γίνει ο εξής διαχωρισμός για να γίνουν πιο
ξεκάθαρα τα πράγματα:
Η γυναίκα παίρνει τη θεραπεία βραχυπρόθεσμα για να
αντιμετωπισθούν τα προβλήματα κατά τη διάρκεια της εμμηνόπαυσης ή
μήπως η θεραπεία της χορηγείται μακροχρόνια στη φάση μετά την
εμμηνόπαυση για σκοπούς πρόληψης της οστεοπόρωσης και των καταγμάτων; |
Στην πρώτη περίπτωση ο θεράπων γιατρός θα πρέπει να εξετάσει κατά πόσο
είναι απαραίτητο να δοθεί η ορμονική θεραπεία αντικατάστασης για
καταπολέμηση των δύσκολων συμπτωμάτων που συνοδεύουν αρχικά την
εμμηνόπαυση. Εάν δεν υπάρχει άλλος τρόπος αντιμετώπισης τους τότε ίσως μια
βραχυπρόθεσμη θεραπεία να μην έχει πολλούς κινδύνους.
Σε περίπτωση κατά την οποία η ορμονική θεραπεία αντικατάστασης
χορηγείται για καταπολέμηση της οστεοπόρωσης ή ακόμη και για σκοπούς
πρόληψης καρδιακών προβλημάτων όπως γινόταν μέχρι πρόσφατα, τότε θα πρέπει
ο θεράπων γιατρός να επανεξετάσει σοβαρά την κατάσταση λαμβάνοντας υπ' όψη
τα πρόσφατα δεδομένα και την κατάσταση της ασθενούς του.
Σίγουρα τα στοιχεία που σας παρουσιάζουμε σήμερα είναι βαρυσήμαντα.
Όμως οι θεραπείες με βάση τις ορμόνες, οιστρογόνα και προγεστερόνη, από
μόνες τους ή σε συνδυασμό, θα συνεχίσουν να απασχολούν πολύ έντονα την
ιατρική, επιστημονική κοινότητα και το πλατύ κοινό για τα επόμενα χρόνια.
Υπάρχουν πολλές συνιστώσες που μπορούν ακόμη να εξερευνηθούν και
σίγουρα θα πρέπει να παρακολουθούμε από κοντά τα ευρήματα με στόχο να
προσφέρονται τα καλύτερα δυνατά θεραπευτικά αποτελέσματα για τις γυναίκες
στην εμμηνόπαυση.