Ο αριθμός των ανθρώπων που παρουσιάζουν πόνους στο κάτω μέρος της πλάτης (οσφυαλγίες) παρουσιάζει μια ιδιαίτερα ανησυχητική αύξηση. Εκτιμάται, ότι έως 80% των ανθρώπων θα βιώσουν τουλάχιστον ένα επεισόδιο οσφυαλγίας σε κάποια φάση της ζωής τους.
Οι οσφυαλγίες προκαλούν τεράστιο κοινωνικό και οικονομικό κόστος. Οι ασθενείς υποφέρουν από πόνους, που τους ταλαιπωρούν σωματικά και ψυχικά. Τους δημιουργούν μειονεξίες που έχουν αρνητικές προεκτάσεις στην εργασία τους.
Παράλληλα οι ασθενείς με πόνους του κάτω μέρους της πλάτης επισκέπτονται συχνά του γιατρούς, υποβάλλονται σε πολλές εξετάσεις και τους συστήνονται διαφόρων ειδών θεραπείες. Για ένα μεγάλο ποσοστό των ασθενών, οι εξετάσεις και οι θεραπείες προσφέρουν μόνο λίγα για τη βελτίωση της κατάστασης τους. Ωστόσο τα έξοδα για τους ίδιους προσωπικά, αλλά και η οικονομική επιβάρυνση των συστημάτων υγείας είναι εξαιρετικά μεγάλα.
Τα έξοδα διάγνωσης και θεραπείας του συνεχώς αυξανόμενου αριθμού ασθενών με οσφυαλγίες επιβάλλουν την προσεκτική αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας των μεθόδων αντιμετώπισης που χρησιμοποιούνται. Ένα πολύ σημαντικό ζήτημα που τίθεται αφορά στις εξετάσεις που πρέπει να γίνονται σε ασθενείς που παρουσιάζονται για πρώτη φορά με πόνους στο κάτω μέρος της πλάτης.
Με βάση αυτό το σκεπτικό γιατροί από το πανεπιστήμιο Πόρτλαντ των Ηνωμένων Πολιτειών θέλησαν να εξετάσουν εάν οι συστηματικές απεικονιστικές εξετάσεις της οσφυϊκής μοίρας της σπονδυλικής στήλης (στο κάτω μέρος της πλάτης) όπως η ακτινογραφία, η μαγνητική τομογραφία (
MRI) και η αξονική τομογραφία
(CT scan) προσφέρουν κάτι στους ασθενείς που παρουσιάζονται για πρώτη φορά με οσφυαλγία.
Οι ερευνητές επισημαίνουν ότι μερικοί γιατροί κάνουν μία ή περισσότερες από τις εν λόγω απεικονιστικές εξετάσεις συστηματικά ή ακόμη και εάν δεν υπάρχουν στοιχεία από το ιστορικό ή την κλινική εξέταση του ασθενούς που να δημιουργούν εύλογες υποψίες ότι κάτι σοβαρό συμβαίνει.
Για να μπορέσουν να ρίξουν περισσότερο φως στο ενδιαφέρον αυτό ζήτημα εξέτασαν τις περιπτώσεις 1.804 ασθενών από 6 έρευνες υψηλής ποιότητας που έγιναν σε ασθενείς με οσφυαλγίες (μεταανάλυση). Οι έρευνες αυτές συγκρίναν την εξέλιξη των ασθενών που είχαν υποβληθεί από την αρχή της εκδήλωσης της οσφυαλγίας σε ακτινογραφία, μαγνητική τομογραφία και αξονική τομογραφία με ασθενείς που δεν είχαν υποβληθεί σε μια τέτοια εξέταση κατά την αρχική διαγνωστική διερεύνηση.
Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι οι ασθενείς που είχαν υποβληθεί σε ακτινογραφία ή μαγνητική τομογραφία ή αξονική τομογραφία από την αρχή του πρώτου επεισοδίου οσφυαλγίας, μετά από παρέλευση 3, 6 και 12 μηνών δεν είχαν καλύτερη εξέλιξη όσον αφορά στον πόνο, τη λειτουργικότητα, την ποιότητα της ζωής, την ικανοποίηση ή το συνολικό κόστος αντιμετώπισης σε σύγκριση με τους ασθενείς που δεν είχαν υποβληθεί σε μια από τις εν λόγω εξετάσεις.
Επισημαίνεται ότι στους ασθενείς αυτούς δεν υπήρχαν ενδείξεις (σημεία ή συμπτώματα) για μια σοβαρή πάθηση όπως μόλυνση στο κεντρικό νευρικό σύστημα, στη σπονδυλική στήλη, καρκίνος, συμπίεση του νωτιαίου μυελού ή κάταγμα. Εάν υπάρχουν υποψίες για τις εν λόγω παθήσεις τότε επιβάλλονται η ακτινογραφία ή η μαγνητική τομογραφία ή η αξονική τομογραφία ανάλογα με το τι θεωρεί ο γιατρός καταλληλότερο για την περίπτωση.
Οι ενδείξεις που σχετίζονται με πιθανό σοβαρό ιατρικό πρόβλημα περιλαμβάνουν: Ανεξήγητο πυρετό, αδυναμία στα πόδια, στις κνήμες ή στους μηρούς, τραυματική βλάβη, ιστορικό καρκίνου, πρόσφατη απώλεια βάρους, αυξημένη ηλικία, ιστορικό οστεοπόρωσης, αυξημένο κίνδυνο μόλυνσης για διάφορους λόγους όπως ανεπάρκεια του συστήματος άμυνας του οργανισμού ή χρήση ενδοφλέβιων ναρκωτικών ή άλλων ουσιών.
Το συμπέρασμα είναι ότι οι άνθρωποι που παρουσιάζουν για πρώτη φορά πόνους στο κάτω μέρος της πλάτης το πιθανότερο είναι ότι δεν επωφελούνται από απεικονιστικές εξετάσεις εκτός εάν υπάρχουν σημεία ή στοιχεία του ιστορικού τους που δημιουργούν υποψίες ότι κάτι σοβαρότερο συμβαίνει.
Στις περιπτώσεις πόνου της πλάτης, χωρίς ανησυχητικές ενδείξεις που δεν βελτιώνεται μετά από τις πρώτες 6 εβδομάδες παρά το γεγονός ότι ο ασθενής κάνει φυσιοθεραπεία, τότε μπορεί να μπορεί να εξετασθεί το κατά πόσο μια ακτινογραφία ή μια τομογραφία (μαγνητική ή αξονική) θα μπορούσε να συμβάλει στην επαναξιολόγηση της αρχικής διάγνωσης και τον καθορισμό μιας νέας θεραπείας.
Είναι σημαντικό να ενημερωθούν για το ζήτημα οι γιατροί για να είναι πιο προσεκτικοί και επιλεκτικοί στη διαλογή των ασθενών με οσφυαλγίες που θα παραπέμπονται για απεικονιστικές εξετάσεις. Πράγματι παρατηρείται διεθνώς μια σοβαρή αύξηση των ασθενών που αποστέλλονται για μαγνητική τομογραφία της σπονδυλικής στήλης ή άλλες απεικονιστικές εξετάσεις, που όπως έχουμε δει δεν προσφέρουν στον ασθενή παρά μόνο στις περιπτώσεις που υπάρχουν υπόνοιες για σοβαρή άλλη υποβόσκουσα παθολογία.
Η έκδοση συστάσεων προς τους γιατρούς για το πότε πρέπει να διενεργούνται απεικονιστικές εξετάσεις της οσφυϊκής μοίρας με βάση τα τεκμηριωμένα αποτελέσματα ερευνών υψηλής ποιότητας, θα τους βοηθά να ενεργούν ορθότερα προς το συμφέρον των ασθενών. Επίσης τέτοιες οδηγίες προστατεύουν τους γιατρούς από πιέσεις ασθενών που έχουν τάση να ζητούν επιπρόσθετες εξετάσεις λόγω προσδοκιών τους για καλύτερα θεραπευτικά αποτελέσματα που πιθανόν να μην δικαιολογούνται.
Παράλληλα απαιτείται να διαφωτίζονται και να διαπαιδαγωγούνται οι ασθενείς για να καταλαβαίνουν καλύτερα την πάθηση τους και έτσι να μη ζητούν οι ίδιοι τη διενέργεια εξετάσεων που όχι μόνο δεν τους ωφελούν αλλά θα μπορεί να είναι αιτία καταπόνησης και αχρείαστων δαπανών.