Στις περιπτώσεις διαζυγίων, η μετακόμιση ενός από τους δύο γονείς σε μακρινή απόσταση σε σχέση με το αρχικό οικογενειακό σπίτι αποτελεί ένα πολύπλοκο πρόβλημα.
Όταν ο γονιός που έχει τη φύλαξη του παιδιού θέλει να μετακομίσει μακριά από τον άλλο, τίθενται θέματα όχι μόνο νομικά αλλά και ζητήματα, που αφορούν τις ψυχολογικές επιπτώσεις στο παιδί.
Φαίνεται μάλιστα ότι οι ψυχολογικές επιπτώσεις για το παιδί δημιουργούνται ακόμη και όταν ο γονιός, που δεν έχει τη φύλαξη του παιδιού, μετακομίζει μακριά από το παιδί του.
Σε μια ενδιαφέρουσα έρευνα, ψυχολόγοι από την Αριζόνα, εξέτασαν τις επιπτώσεις που είχε η μετακόμιση των γονιών τους, σε 602 φοιτητές των οποίων οι γονείς είχαν χωρίσει.
Οι φοιτητές ανήκαν βασικά σε δύο ομάδες. Στη μία ομάδα, οι γονείς μετά από τον χωρισμό, δεν μετακόμισαν σε απόσταση μεγαλύτερη από μίας ώρας οδηγήματος με αυτοκίνητο σε σχέση με το αρχικό σπίτι της οικογένειας. Στην άλλη ομάδα, ο ένας από τους 2 γονείς είχε μετακομίσει σε απόσταση μεγαλύτερη από μίας ώρας οδηγήματος από το αρχικό σπίτι της οικογένειας.
Όλοι οι φοιτητές υποβλήθηκαν σε διάφορα τεστ μέτρησης των ψυχολογικών και αισθηματικών τους χαρακτηριστικών.
Επίσης αξιολογήθηκε η ικανοποίηση που ανέφεραν ότι είχαν από τη ζωή, η κατάσταση της υγείας τους, η σχέση τους με τους γονείς τους, η σχέση που υπήρχε και διατηρούσαν οι δύο γονείς τους μεταξύ τους, το πόσο σκληρή θεωρούσαν ότι ήταν η δική τους ζωή και τέλος η οικονομική στήριξη που έπαιρναν από τους γονείς τους.
Τα αποτελέσματα των αξιολογήσεων τους, έδειξαν ότι τα παιδιά των οποίων, ο ένας από τους δύο γονείς μετακόμιζε σε απόσταση μεγαλύτερη από αυτή της μίας ώρας οδηγήματος από τον άλλο γονιό, παρουσίαζαν μακροχρόνια ένα φάσμα από σημαντικές αρνητικές συνέπειες.
Το παιδί υποβαλλόταν στο χωρισμό αυτό είτε διότι ο γονιός που είχε τη φύλαξη του παιδιού μετακόμιζε και έπαιρνε το παιδί μαζί του είτε διότι ο άλλος γονιός πήγαινε να εγκατασταθεί μακριά από το αρχικό σπίτι της οικογένειας.
Οι αρνητικές συνέπειες του χωρισμού για τα παιδιά, παρουσιάζονταν ανεξάρτητα από το ποιος από τους δύο γονιούς (πατέρας ή μητέρα, αυτός που είχε τη φύλαξη ή ο άλλος) έκανε τη μετακόμιση.
Σε σύγκριση με παιδιά των οποίων οι γονείς είχαν μεν χωρίσει αλλά δεν είχαν μετακομίσει μακριά, τα παιδιά με γονείς που μετακόμισαν μακριά μετά από το διαζύγιο παρουσίαζαν μια πιο δυσμενή κατάσταση.
Συγκεκριμένα ετύγχαναν χαμηλότερης οικονομικής υποστήριξης από τους γονείς τους, ένιωθαν περισσότερη ανασφάλεια αναφορικά με αυτήν την οικονομική υποστήριξη, ένιωθαν περισσότερη επιθετικότητα στις δικές τους διαπροσωπικές σχέσεις, ένιωθαν περισσότερη στεναχώρια λόγω του διαζυγίου των γονέων τους, ένιωθαν λιγότερο τους γονείς τους σαν πηγή αισθηματικής υποστήριξης για αυτούς.
Επίσης οι ίδιοι φοιτητές ένιωθαν ότι η σωματική τους υγεία ήταν λιγότερο καλή, η ικανοποίησή τους για τη ζωή ήταν σε χαμηλότερα επίπεδα από τους άλλους και η προσωπική τους αισθηματική προσαρμογή ήταν λιγότερο καλή από την άλλη ομάδα των φοιτητών.
Τα συμπεράσματα των ερευνητών είναι ότι η μετακόμιση σε απόσταση μεγαλύτερη από αυτήν της μίας ώρας οδηγήματος, ενός από τους δύο γονείς μετά από το διαζύγιο, έχει αρνητικές μακροχρόνιες συνέπειες για το παιδί.
Οι αρνητικές αυτές συνέπειες παρουσιάζονται στο παιδί είτε πρόκειται για τον πατέρα ή τη μητέρα, είτε για αυτόν που έχει τη φύλαξη ή όχι.
Τα συμπεράσματα αυτά πρέπει να προβληματίσουν και τους νομικούς κύκλους. Η μετακόμιση του γονιού, που έχει τη φύλαξη του παιδιού σε μακρινή απόσταση, επιβάλλει στο παιδί ένα χωρισμό που μπορεί να έχει σοβαρές μακροχρόνιες επιπτώσεις στο παιδί.
Παράλληλα οι διαζευγμένοι γονείς με παιδιά που επιθυμούν να μετακομίσουν μακριά από το αρχικό οικογενειακό σπίτι, πρέπει να λαμβάνουν υπ' όψη τους και τις αρνητικές συνέπειες που μπορεί να επιφέρει η κίνηση τους αυτή στο παιδί τους.