Τα
παιδιά διαφόρων ηλικιών, που έχουν τουλάχιστον ένα γονέα που πάσχει από
κατάθλιψη, παρουσιάζουν περισσότερες πιθανότητες να χρειαστούν υπηρεσίες
υγείας όπως επισκέψεις σε τμήματα επειγόντων περιστατικών, πιο πολλές
εισαγωγές σε νοσοκομείο, αυξημένη συχνότητα επισκέψεων στον παιδίατρο
τους ή άλλο ειδικό ιατρό.
Επίσης στους έφηβους μεταξύ 13 και 17 ετών, παρατηρείται χαμηλότερη
προσέλευση για προγραμματισμένες επισκέψεις στο γιατρό, για προληπτική
φροντίδα και προγραμματισμένα τσεκ-απ.
Η κατάσταση αυτή που αντιστοιχεί με αυξημένη χρήση δαπανηρών
υπηρεσιών υγείας και μειωμένη χρήση προληπτικών υπηρεσιών,
αντιπροσωπεύει ένα σημαντικό μέρος, έμμεσο και το οποίο δεν είναι φανερό
εκ πρώτης όψεως, του κόστους για την κοινωνία της κατάθλιψης των
ενηλίκων.
Τα σημαντικά αυτά συμπεράσματα προκύπτουν από ευρεία έρευνα, σε
σχεδόν 70.000 βρέφη, παιδιά και έφηβους που διήρκεσε από το 1997 έως το
2002. Ο στόχος των ερευνητών από το πανεπιστήμιο του Κολοράντο των
Ηνωμένων Πολιτειών, ήταν να βρεθούν οι σχέσεις μεταξύ της κατάθλιψης των
γονιών και των επιπτώσεων στα παιδιά τους, όσον αφορά στη χρήση των
υπηρεσιών υγείας, πρόληψης και περίθαλψης.
Τα αποτελέσματα ενδυναμώνουν τη θέση ότι η κατάθλιψη ενός από τους
γονείς των παιδιών, επηρεάζει αρνητικά την υγεία τους. Ο σκοπός της
εργασίας αυτής, δεν ήταν να βρεθεί το γιατί η κατάθλιψη των γονιών
βλάπτει την υγεία των παιδιών ή επηρεάζει τη χρήση των υπηρεσιών υγείας
από αυτά.
Είναι γεγονός ότι ήδη είχαν ακουστεί απόψεις που ζητούσαν όπως οι
παιδίατροι όταν εξετάζουν τα παιδιά, να μεριμνούν να ανιχνεύουν την
ύπαρξη ή όχι κατάθλιψης στους γονείς τους. Αυτό θα μπορούσε να γίνει
με τη χρήση ενός ειδικού ερωτηματολογίου. Σε περίπτωση θετικών
ευρημάτων, οι γονείς θα ήταν δυνατό να παραπέμπονται σε ειδικό γιατρό
για αντιμετώπιση γεγονός που διαφαίνεται ότι θα είχε θετικές επιπτώσεις
στην υγεία των παιδιών.
Παρά το γεγονός ότι ερευνητικά δεδομένα στηρίζουν τη θέση αυτή, στην
πράξη λίγοι μόνο παιδίατροι ερωτούν τους γονείς για να δουν εάν υπάρχουν
σε αυτούς συμπτώματα κατάθλιψης για να μπορέσουν έτσι να τους
παραπέμψουν για τελική διάγνωση και θεραπεία.
Ωστόσο, εάν οι πλείστοι παιδίατροι, κατά τις εξετάσεις ρουτίνας που
διεξάγουν για τα παιδιά, διερευνούσαν και το πρόβλημα της πιθανής
κατάθλιψης στους γονείς, είναι πιθανόν ότι μια τέτοια πρακτική θα είχε
ευεργετικές επιπτώσεις για τα παιδιά. Για παράδειγμα, με ένα σύντομο
ερωτηματολόγιο οι παιδίατροι θα μπορούσαν να ανιχνεύουν τη επιλόχεια
κατάθλιψη (κατάθλιψη μετά τον τοκετό).
Η κατάθλιψη των γονιών μπορεί να επηρεάζει αρνητικά
τη συμπεριφορά του παιδιού, την ανάπτυξη, την ψυχολογική και τη
σωματική του υγεία. Υπολογίζεται ότι έως 47% των γονιών μπορεί να
παρουσιάσουν κατάθλιψη. Η γνώμη μας είναι ότι η εν λόγω έρευνα,
προσφέρει νέα αξιόλογα στοιχεία λόγω του μεγάλου αριθμού παιδιών που
μελετήθηκαν που ισχυροποιούν έτσι τα συμπεράσματα. Ενδυναμώνεται
έτσι με επιστημονικό τρόπο η πεποίθηση που πολλοί γιατροί έχουν, ότι
υπάρχει σχέση μεταξύ κατάθλιψης στους γονείς και πολλών προβλημάτων
σωματικής και ψυχικής υγείας που παρουσιάζουν τα παιδιά τους, σε
όλες τις ηλικιακές ομάδες. |
Η ανίχνευση της κατάθλιψης των γονιών από τους παιδίατρους κατά τις
επισκέψεις ρουτίνας για τη φροντίδα των παιδιών, θα μπορούσε να έχει
ωφέλιμες επιδράσεις για όλους. Αρχικά για τους γονείς τους ίδιους, οι
οποίοι δεν θα έμεναν χωρίς φροντίδα για μια πάθηση που μπορεί να
αντιμετωπιστεί με επιτυχία.
Σίγουρα θα ήταν βραχυπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα, πολύ ευεργετικό
για τα παιδιά και τέλος για την κοινωνία γενικότερα λόγω μείωσης όλων
των δαπανών που σχετίζονται με την κατάθλιψη των γονιών και των
προβλημάτων που δημιουργούνται στα παιδιά. Φυσικά οι επιστημονικές αυτές
υποθέσεις θα πρέπει να επιβεβαιωθούν από μελλοντικές καλά σχεδιασμένες
έρευνες.