Ο
ξαφνικός θάνατος του βρέφους είναι μια από τις τραγικότερες καταστάσεις.
Είναι δυνατόν να συμβεί σε βρέφη ηλικίας 1 έως 12 μηνών, με μεγαλύτερη
συχνότητα σε βρέφη κάτω των 6 μηνών που δεν έχουν οποιοδήποτε
γνωστό πρόβλημα υγείας.
Οι γονείς, κάποιο άλλο πρόσωπο της οικογένειας ή άτομο που είχε στη
φύλαξη του το μωρό, το βρίσκει πεθαμένο στο κρεβατάκι του ή στην κούνια
του. Το παιδί πριν κοιμηθεί δεν είχε φαινομενικά οποιαδήποτε ασθένεια.
Οι νεκροψίες και διεξοδικές εξετάσεις που γίνονται στα παιδιά αυτά δεν
βρίσκουν κάποια αιτία που να εξηγεί τον ξαφνικό και απρόσμενο θάνατο τους.
Οι αιτίες πρόκλησης του συνδρόμου του ξαφνικού θανάτου του βρέφους
παραμένουν άγνωστες. Είναι πιθανόν ότι οδηγούν στην τραγική αυτή
εξέλιξη ένας συνδυασμός παραγόντων που συνυπάρχουν και επιδρούν ταυτόχρονα
σε μια πολύ ευάλωτη φάση της ανάπτυξης του παιδιού. Τα παιδιά με
χαμηλό βάρος γέννησης, τα πρόωρα και τα αγόρια κινδυνεύουν περισσότερο από
το σύνδρομο σε σύγκριση με τα υπόλοιπα παιδιά.
Οι έρευνες για την αναγνώριση των παραγόντων που προκαλούν το
σύνδρομο του ξαφνικού θανάτου του βρέφους συνεχίζονται. Μια νέα έρευνα
από την Αυστραλία που έγινε με βάση τις εξετάσεις από νεκροψίες βρεφών που
πέθαναν από το σύνδρομο, μας δίνει νέες σημαντικές πληροφορίες για την
αιτιολογία.
Οι Αυστραλοί γιατροί εξέτασαν τα βακτηριολογικά στοιχεία από νεκροψίες
που έγιναν σε 130 βρέφη που πέθαναν από το σύνδρομο του ξαφνικού θανάτου
του βρέφους, σε 32 βρέφη που πέθαναν από απρόσμενο θάνατο λόγω λοίμωξης
και σε 33 βρέφη που πέθαναν ξαφνικά αλλά χωρίς να ευθύνεται μολυσματική
αιτία.
Ο στόχος των ερευνητών ήταν να βρουν κατά πόσο υπήρχαν στα παιδιά με
πέθαναν από το σύνδρομο, επικίνδυνα μικρόβια σε μέρη του σώματος τους όπου
δεν έπρεπε να υπάρχουν και τα οποία πιθανόν να ήταν η πραγματική αιτία
πρόκλησης του θανάτου τους.
Εξετάστηκε κατά τη νεκροψία όλων των παιδιών αυτών εάν υπήρχαν μικρόβια
στο αίμα, στην καρδία, στη σπλήνα ή στο εγκεφαλονωτιαίο υγρό όπου κανονικά
δεν πρέπει να υπάρχουν. Η ύπαρξη μικροβίων στα εν λόγω όργανα και υγρά
είναι δείκτης λοίμωξης που μπορεί να έχει σοβαρότατες συνέπειες για τον
ασθενή.
Η συγκριτική ανάλυση των ευρημάτων μας δίνει σημαντικές πληροφορίες:
- Σε 1 για κάθε 5 βρέφη που πέθαναν απροσδόκητα λόγω μόλυνσης,
βρέθηκαν να υπάρχουν παθογόνα μικρόβια σε μέρη του σώματος που είναι
στείρα, δηλαδή εκεί κανονικά δεν έπρεπε να υπάρχουν μικρόβια (καρδία,
αίμα, σπλήνα, εγκεφαλονωτιαίο υγρό)
- Σε 1 για κάθε 10 βρέφη που αποβίωσαν λόγω του συνδρόμου του
ξαφνικού, ανεξήγητου θανάτου του βρέφους, βρέθηκε ότι υπήρχαν παθολογικά
μικρόβια σε μέρη του σώματος που κανονικά έπρεπε να ήταν στείρα
- Σε παιδιά που πέθαναν από ξαφνικό θάνατο λόγω άλλης αιτίας (βίαιη ή
τραυματική αιτία όπως ατυχήματα), η ανεύρεση μικροβίων σε στείρες
περιοχές του οργανισμού τους ήταν σπάνια
- Το μικρόβιο που ανακαλύφθηκε ότι υπήρχε τις περισσότερες φορές σε
στείρες περιοχές του οργανισμού των παιδιών που πέθαναν από σύνδρομο
ξαφνικού ανεξήγητου θανάτου του βρέφους ήταν ο χρυσίζων σταφυλόκοκκος. Ο
χρυσίζων σταφυλόκοκκος είναι ιδιαίτερα επιθετικό μικρόβιο. Έχει τη
δυνατότητα να απελευθερώνει στην κυκλοφορία του αίματος του ασθενούς που
προσβάλει, θανατηφόρες τοξίνες με καταστρεπτικές συνέπειες για τη
λειτουργία πολλών οργάνων.
Το συμπέρασμα των Αυστραλών γιατρών είναι ότι ο χρυσίζων
σταφυλόκοκκος μπορεί να ευθύνεται για ένα σημαντικό ποσοστό περιπτώσεων με
σύνδρομο ξαφνικού ανεξήγητου θανάτου του βρέφους.
Επισημαίνουν ότι οι διαφορές στον αριθμό των παιδιών με χρυσίζων
σταφυλόκοκκο στις 3 ομάδες που εξετάστηκαν δεν έφτασαν στα όρια του
στατιστικώς σημαντικού. Ωστόσο δηλώνουν ότι σε βρέφη που πέθαναν ξαφνικά, ανεξήγητα
και στα οποία σε στείρες περιοχές βρέθηκαν παθογόνα μικρόβια όπως ο
χρυσίζων σταφυλόκοκκος, επιβάλλεται να εξεταστεί η ταξινόμηση τους σε
διαφορετική κατηγορία διάγνωσης λόγω της ιδιαίτερα μεγάλης επιθετικότητας
και τοξικότητας του βακτηρίου αυτού.
Για το λόγο αυτό συστήνουν ότι σε κάθε περίπτωση συνδρόμου ξαφνικού
και ανεξήγητου θανάτου βρέφους πρέπει οπωσδήποτε να λαμβάνονται
μικροβιολογικά δείγματα από την καρδία, το αίμα, τη σπλήνα και το
εγκεφαλονωτιαίο υγρό που κανονικά είναι χωρίς μικρόβια (στείρες περιοχές).
Τα αποτελέσματα πρέπει να αξιολογούνται με τη βοήθεια ειδικού
μικροβιολόγου προτού γίνει η τελική διάγνωση της αιτίας θανάτου του
βρέφους.