Η κατά πλάκας σκλήρυνση είναι μια χρόνια νευρολογική πάθηση που προσβάλλει συνήθως νέους ενήλικες.
Οφείλεται σε μια φλεγμονή του κεντρικού νευρικού συστήματος που επηρεάζει τη μυελίνη. Η μυελίνη είναι η ουσία που καλύπτει τα νεύρα.
Η αιτία ή οι αιτίες που προκαλούν την κατά πλάκας σκλήρυνση είναι ακόμη σήμερα άγνωστες. Οι επιστήμονες πιστεύουν, ότι για την έναρξη της νόσου συμβάλλει ένας συνδυασμός παραγόντων οι οποίοι έχουν σχέση με την κληρονομικότητα και το περιβάλλον.
Η πιθανότητα ότι κάποιος ιός που προσβάλλει τους ασθενείς ή κάποια άλλη μόλυνση, θεωρείται σήμερα ως η επικρατέστερη εκδοχή αναφορικά με την αιτία της νόσου. Δεν έχει όμως ακόμη αναγνωριστεί ένας συγκεκριμένος μολυσματικός παράγοντας που να είναι υπεύθυνος για την πρόκληση της νόσου.
Σε μια αξιόλογη επιδημιολογική έρευνα, επιστήμονες από τη Νορβηγία και τις Ηνωμένες Πολιτείες, εξέτασαν το ρόλο του καπνίσματος στην πρόκληση της κατά πλάκας σκλήρυνσης.
Το κάπνισμα είναι ένας από τους σημαντικότερους περιβαλλοντικούς παράγοντες που ενοχοποιούνται για πρόκληση νοσηρότητας μεγάλου βαθμού όπως επίσης για εκατομμύρια θανάτους παγκοσμίως.
Η έρευνα συμπεριέλαβε 22,312 άτομα ηλικίας από 40 έως 47 ετών. Οι πληροφορίες αναφορικά με τα άτομα αυτά μαζεύτηκαν δια μέσου ερωτηματολογίων και κλινικής εξέτασής τους.
Η πληροφόρηση αναφορικά με τις συνήθειες καπνίσματος των ατόμων αυτών αφορούσε την ηλικία κατά την οποία άρχισαν να καπνίζουν, τη χρονική διάρκεια που κάπνιζαν, το πότε σταμάτησαν να καπνίζουν σε περίπτωση που υπήρξε διακοπή του καπνίσματος και εάν συνέχιζαν να καπνίζουν κατά τη διάρκεια της έρευνας.
Μεταξύ των ατόμων αυτών βρέθηκαν 87 που είχαν κατά πλάκας σκλήρυνση. Όλοι οι ασθενείς που έπασχαν και που ήσαν καπνιστές κατά την έρευνα ή είχαν διακόψει παλαιότερα, είχαν αρχίσει το κάπνισμα προτού προσβληθούν από την ασθένεια.
Οι περισσότεροι ασθενείς είχαν αρχίσει να καπνίζουν 15 χρόνια πριν από τη διάγνωση σε αυτούς της κατά πλάκας σκλήρυνσης.
Ο κίνδυνος που φάνηκε, ότι υπάρχει για να παρουσιάσει κατά πλάκας σκλήρυνσης, κάποιος που κάπνιζε κατά την έρευνα ή που είχε σταματήσει παλαιότερα, ήταν διπλάσιος σε σύγκριση με αυτούς που δεν κάπνιζαν.
Όταν αξιολογήθηκαν ξεχωριστά οι άνδρες από τις γυναίκες, φάνηκε ότι ο κίνδυνος να προσβληθούν οι άνδρες που κάπνιζαν ήταν 3 φορές μεγαλύτερος ενώ στις γυναίκες ήταν 1,5 φορές μεγαλύτερος σε σύγκριση με αυτούς που δεν κάπνισαν ποτέ.
Παράλληλα φάνηκε ότι αυτοί που κάπνιζαν, άνδρες ή γυναίκες, είχαν συχνότερα καρδιακές προσβολές, στηθάγχη και άσθμα.
Το ερώτημα που εύλογα τίθεται είναι γιατί το κάπνισμα είναι αιτία αυξημένου κινδύνου για κατά πλάκας σκλήρυνση;
Το κάπνισμα προκαλεί φλεγμονή στο ενδοθήλιο των αιμοφόρων αγγείων. Η φλεγμονή στα κύτταρα αυτά προκαλεί βλάβες που με τη σειρά τους μπορούν να προκαλέσουν άλλες διαταραχές στον οργανισμό.
Η φλεγμονή των κυττάρων του ενδοθηλίου μπορεί να προκαλέσει το ανοσολογικό σύστημα του οργανισμού, να παράγει αντισώματα εναντίον του ιδίου του σώματος του ασθενούς. Η παθολογική αυτή κατάσταση είναι αιτία αυτοάνοσων νόσων.
Θα μπορούσαμε να παρομοιάσουμε τις αυτοάνοσες νόσους με ένα είδος εμφύλιου πολέμου μέσα στο σώμα του ασθενούς όπου το ανοσολογικό σύστημα παράγει αντισώματα ή κύτταρα που πολεμούν ιστούς και όργανα από τον ίδιο τον ασθενή προκαλώντας έτσι διάφορες παθολογικές καταστάσεις.
Η κατά πλάκας σκλήρυνση είναι μια αυτοάνοσος νόσος. Η μυελίνη πιθανόν να καταστρέφεται από το ανοσολογικό σύστημα του ασθενούς.
Μια άλλη σοβαρή υποψία είναι ότι το κάπνισμα προκαλώντας βλάβη στο ενδοθήλιο των αγγείων, καθιστά δυνατή τη διέλευση από τα αγγεία προς το νευρικό σύστημα τοξικών ουσιών που προκαλούν βλάβες στον εγκέφαλο. Το κανονικό ενδοθήλιο είναι ένας φραγμός που προστατεύει τον εγκέφαλο από τοξικές ουσίες που πιθανόν να εισέλθουν στην κυκλοφορία του αίματος.
Οι υποθέσεις αυτές που αφορούν τον τρόπο με τον οποίο το κάπνισμα αυξάνει τον κίνδυνο για κατά πλάκας σκλήρυνση χρειάζονται να επιβεβαιωθούν.
Το συμπέρασμα των ερευνητών είναι ότι το κάπνισμα είναι ένας περιβαλλοντικός παράγοντας που αυξάνει σημαντικά τον κίνδυνο για κατά πλάκας σκλήρυνση.
Στους άνδρες ο κίνδυνος είναι ακόμη μεγαλύτερος σε σύγκριση με τις γυναίκες.
Ο κίνδυνος παραμένει αυξημένος ακόμη και σε αυτούς που έχουν σταματήσει το κάπνισμα.