Ο συστηματικός ερυθηματώδης
λύκος είναι μια ασθένεια που επηρεάζει κυρίως τις γυναίκες. Το 90%
των ασθενών με λύκο είναι γυναίκες.
Ο ερυθηματώδης λύκος
προκαλείται από διαταραχή του ανοσολογικού συστήματος. Το σύστημα
αυτό που ευθύνεται για την άμυνα του οργανισμού, αντιδρά παθολογικά
και επιτίθεται εναντίον των οργάνων και ιστών του ασθενούς.
Η νόσος είναι σε θέση να προκαλεί σημαντικές βλάβες σε διάφορα
συστήματα του οργανισμού του ασθενούς βλάπτοντας σοβαρά την υγεία του. Το
δέρμα και οι αρθρώσεις προσβάλλονται με τη μεγαλύτερη συχνότητα στο
λύκο. Ωστόσο πολλά άλλα όργανα και ιστοί του οργανισμού είναι δυνατόν να
προσβληθούν.
Στα συχνότερα σημεία, συμπτώματα και προβλήματα που προκαλεί ο
ερυθηματώδης λύκος περιλαμβάνονται:
- Τυπικό εξάνθημα στο πρόσωπο που περιλαμβάνει τη μύτη και τις
παρειές σε σχήμα πεταλούδας
- Εξάνθημα σε διάφορα άλλα μέρη του σώματος
- Υπερευαισθησία του δέρματος στο φως
- Κούραση
- Πυρετός
- Αρθρίτιδα που μπορεί να εντοπιστεί σε διάφορες αρθρώσεις με πόνο
και δυσκαμψία των αρθρώσεων
- Πόνους στους μυς
- Απώλεια μαλλιών, αλωπεκία
- Αναιμία, ανεπάρκεια μυελού των οστών
- Δυσκολίες συγκέντρωσης και μνήμης
- Καρδιοπάθεια, περικαρδίτιδα
- Νεφροπάθεια
Η θεραπεία της νόσου βασίζεται κυρίως στα ανοσοκατασταλτικά
φάρμακα. Τα φάρμακα αυτά μειώνουν τις δυνατότητες του ανοσολογικού
συστήματος. Ο στόχος των θεραπειών είναι να μειωθεί η ανώμαλη
υπερδραστηριότητα του συστήματος άμυνας του οργανισμού η οποία στρέφεται
εναντίον των δικών του οργάνων.
Στα φάρμακα που χρησιμοποιούνται περιλαμβάνονται τα κορτικοστεροειδή,
τα μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη, τα χημειοθεραπευτικά όπως η κυκλοφοσφαμίδη,
τα αντιμαλαριακά όπως η υδροξυχλωροκίνη
(
Plaquenil) και άλλα.
Είναι γεγονός ότι
ελάχιστα φάρμακα μελετήθηκαν και εγκρίθηκαν ειδικά για χρήση στη
θεραπεία κατά του λύκου. Χαρακτηριστικά αναφέρεται ότι το τελευταίο
φάρμακο για το οποίο δόθηκε ειδικά έγκριση για τη θεραπεία του λύκου
ήταν η υδροξυχλωροκίνη και αυτό έγινε το 1950.
Οι γιατροί
χρησιμοποιούν για τη θεραπεία του ερυθηματώδη λύκου φάρμακα με
ανοσοκατασταλτικές ιδιότητες που μελετήθηκαν για άλλες παθήσεις. Παρόλα
αυτά σημειώθηκε σημαντική πρόοδος στην εξέλιξη των ασθενών.
Πριν 60
περίπου χρόνια, οι πιθανότητες επιβίωσης ενός ασθενούς που είχε λύκο στα
2 χρόνια μετά από τη διάγνωση ήταν μόνο 50%. Σήμερα οι πιθανότητες
επιβίωσης ενός ασθενούς με λύκο στα 10 χρόνια από τη διάγνωση είναι
σχεδόν οι ίδιες με αυτές του γενικού πληθυσμού.
Ωστόσο κατά τα τελευταία
χρόνια, σημειώνεται αξιοσημείωτη πρόοδος στις ειδικές έρευνες για
φάρμακα κατά του ερυθηματώδη λύκου. Ας δούμε δύο ενδιαφέροντα
παραδείγματα:
Το φάρμακο μπελιμουμάμπ (Benlysta, belimumab)
Το φάρμακο belimumab υπόσχεται πολλά για
την επιτυχή αντιμετώπιση του ερυθηματώδη λύκου. Το φάρμακο επεμβαίνει
στην επικοινωνία μεταξύ των λεμφοκυττάρων τύπου Τ και τύπου Β του
ανοσολογικού συστήματος.
Τα λεμφοκύτταρα τύπου Τ ελέγχουν την
ανοσολογική απάντηση και δίνουν το μήνυμα στα λεμφοκύτταρα τύπου Β σχετικά
με το είδος των αντισωμάτων που πρέπει να συνθέσουν και να
απελευθερώσουν στον οργανισμό του ασθενούς.
Το belimumab δε σταματά πλήρως την
επικοινωνία μεταξύ των δύο σημαντικών αυτών ομάδων των κυττάρων του
ανοσολογικού συστήματος. Όμως μειώνει ουσιαστικά το βαθμό της ανώμαλης
υπερδραστηριότητας του ανοσολογικού συστήματος.
Πρόσφατα, δύο μεγάλες
έρευνες που ολοκληρώθηκαν έδειξαν την αποτελεσματικότητα του
μπελιμουμάμπ στην αντιμετώπιση του λύκου. Ωστόσο υπήρξαν ανησυχίες για
την ασφάλεια σε σχέση με την εν λόγω θεραπεία, ιδιαίτερα σε ότι αφορά
στην κατάθλιψη και στην αυτοκτονία.
Στο παρόν στάδιο, η αρμόδια αρχή για την έγκριση φαρμάκων
η Διεύθυνση Τροφίμων και Φαρμάκων των Ηνωμένων Πολιτειών (Food and Drug Administration, FDA),
εξετάζει κατά πόσο είναι δυνατόν να δοθεί έγκριση για χορήγηση του
φαρμάκου Benlysta
(belimumab)
ειδικά για ασθενείς που πάσχουν από ερυθηματώδη λύκο με βάση τα στοιχεία
που υπάρχουν για την αποτελεσματικότητα και τους κίνδυνους που πιθανόν
δημιουργεί.
Το φάρμακο MMF (CellCept,
mycophenolate mofetil, μυκοφαινολικό οξύ,
μυκοφαινολάτη μοφετίλ)
Το φάρμακο αυτό ανήκει στην κατηγορία των
ανοσοκατασταλτικών. Η μυκοφαινολάτη μοφετίλ χρησιμοποιείται σε συνδυασμό
με άλλα ανοσοκατασταλτικά (κυκλοσπορίνη και κορτικοστεροειδή) για την
αποτροπή της απόρριψης οργάνου σε ασθενείς με καρδιακά, νεφρικά και
ηπατικά μοσχεύματα.
Δεν είναι φάρμακο το οποίο αναπτύχθηκε ειδικά για την θεραπεία του
ερυθηματώδη λύκου. Ωστόσο διεξάγονται έρευνες για να διαφανεί κατά πόσο
μπορεί να βοηθά ασθενείς με λύκο.
Η μυκοφαινολάτη μοφετίλ πιθανόν να έχει λιγότερες παρενέργειες από
ότι άλλα φάρμακα που χρησιμοποιούνται για το λύκο. Αυτό την καθιστά
ιδιαίτερα ελκυστική ως θεραπευτική επιλογή εάν αποδειχθεί ότι πράγματι
είναι αποτελεσματική στην αντιμετώπιση του ερυθηματώδη λύκου.