Τα χλαμύδια (Chlamydia trachomatis) είναι βακτήρια που ευθύνονται για μια από τις πιο διαδεδομένες μολύνσεις που μεταδίδονται λόγω σεξ.
Εκτός από τη νόσο που προκαλούν λόγω σεξ τα χλαμύδια, είναι επίσης υπεύθυνα για την πρόκληση τραχώματος. Το τράχωμα είναι φλεγμονώδης ασθένεια των ματιών.
Τα χλαμύδια μεταδίδονται από άνθρωπο σε άνθρωπο διαμέσου της σεξουαλικής επαφής, αλλά και από τη μητέρα στο παιδί.
Στους ανθρώπους, που έχουν μολυνθεί από χλαμύδια, τα βακτηρίδια βρίσκονται στα υγρά του κόλπου ή του πέους και μεταδίδονται κατά τη σεξουαλική επαφή.
Γυναίκες που έχουν χλαμύδια και δεν υποβάλλονται σε θεραπεία
, είναι δυνατόν να υποστούν λοίμωξη των αναπαραγωγικών τους οργάνων η οποία πιθανόν να οδηγήσει σε στειρότητα.
Κατά τη γέννηση, παιδιά μητέρων που είναι μολυσμένες με χλαμύδια, μπορεί να πάρουν το μικρόβιο και να παρουσιάσουν μολύνσεις των ματιών, των αυτιών και των πνευμόνων. Οι μολύνσεις πνευμόνων των νεογνών με χλαμύδια μπορεί να είναι ιδιαίτερα σοβαρές. Για τους λόγους αυτούς οι γυναικολόγοι ελέγχουν συστηματικά τις εγκύους γυναίκες κατά πόσο έχουν ή όχι χλαμύδια για έγκαιρη αντιμετώπιση του προβλήματος.
Πολλοί άνδρες και γυναίκες έχουν χλαμύδια αλλά δεν παρουσιάζουν σημεία ή συμπτώματα. Όμως παρά το γεγονός αυτό, είναι σε θέση να μεταδίδουν το μικρόβιο στους σεξουαλικούς τους συντρόφους.
Υπολογίζεται ότι 70% των ασθενών που έχουν μολυνθεί από χλαμύδια δεν το γνωρίζουν. Έτσι έχουν μια μόλυνση που μπορεί να μεταδίδουν ή να υποστούν οι ίδιοι επιπλοκές της νόσου όπως η στειρότητα χωρίς να το γνωρίζουν.
Τα συμπτώματα της μόλυνσης με χλαμύδια, αρχίζουν 7 έως 30 μέρες μετά τη σεξουαλική επαφή με μολυσμένο άτομο.
Τα σημεία και συμπτώματα που μπορούν να προκαλέσουν τα χλαμύδια περιλαμβάνουν τα ακόλουθα:
- Εκκρίσεις από το πέος, κόλπο ή πρωκτό
- Στις γυναίκες, πόνους ή κράμπες στην κάτω κοιλία, στην περιοχή της λεκάνης
- Στους άνδρες, αίσθημα καύσου ή φαγούρας στην κατάληξη της ουρήθρας στην κεφαλή του πέους
- Πόνους στους όρχεις
- Πόνους κατά την ούρηση
- Πόνο κατά τη σεξουαλική επαφή
- Στις γυναίκες τα χλαμύδια μπορούν να μολύνουν τον τράχηλο της μήτρας και το ουροποιητικό σύστημα. Σε περίπτωση που μολύνουν τις σάλπιγγες, είναι σε θέση να δημιουργήσουν φλεγμονώδη νόσο στη λεκάνη και ένας από τους κινδύνους είναι η στειρότητα
- Στους άνδρες, τα βακτηρίδια αυτά μπορούν να μολύνουν το ουροποιητικό σύστημα και την επιδιδυμίδα προκαλώντας έτσι επιδιδυμίτιδα με φλεγμονή και πόνο κοντά στους όρχεις
- Κόκκινα μάτια λόγω μόλυνσης των ματιών από τα χλαμύδια (επιπεφυκίτιδα)
- Ο στοματικός ή πρωκτικός έρωτας με άτομο που είναι μολυσμένο με χλαμύδια, μπορεί να προκαλέσει μόλυνση του λαιμού ή του ορθού.
Τα συμπτώματα της μόλυνσης με χλαμύδια μοιάζουν πολύ με τη γονόρροια. Για αυτό συνήθως συστήνεται η θεραπεία που δίνεται για τη μια νόσο, να καλύπτει και την άλλη.
Οι πιο αξιόπιστοι τρόποι για να τεκμηριωθεί η διάγνωση της μόλυνσης με χλαμύδια είναι τεστ στα εργαστήρια. Ο πρώτος τρόπος, είναι η συλλογή υγρών από τον κόλπο ή το πέος και η αποστολή των δειγμάτων σε εργαστήριο για την αναγνώριση των βακτηριδίων. Ο δεύτερος τρόπος είναι η αναγνώριση των βακτηριδίων στα ούρα η από δείγμα παρμένο από το πέος.
Η μόλυνση με χλαμύδια θεραπεύεται με αντιβιοτικά όπως η αζιθρομυκίνη (χορηγείται για 1 μέρα), η δοξυκυκλίνη (χορηγείται για 7 μέρες), η ερυθρομυκίνη και η οφλοξακίνη. Η πενικιλίνη δεν είναι αποτελεσματική για τη θεραπεία μόλυνσης από χλαμύδια.
Οι ασθενείς πρέπει να γνωρίζουν ότι ακόμη και εάν τα συμπτώματα της νόσου υποχωρούν, είναι απαραίτητο να λαμβάνουν όλη τη θεραπεία που τους σύστησε ο γιατρός. Επίσης εάν τα συμπτώματα δεν υποχωρούν μετά τη θεραπεία, πρέπει να συμβουλεύονται το γιατρό τους.
Η πρόληψη της μόλυνσης με χλαμύδια περιλαμβάνει τα ακόλουθα:
- Ορθή χρήση του προφυλακτικού κατά τη σεξουαλική επαφή
- Μονογαμική σχέση και από τους δύο στο ζευγάρι
- Αποφυγή πολλών ερωτικών συντρόφων
- Εάν ένα άτομο έχει χλαμύδια, πρέπει να αποφεύγει τη σεξουαλική επαφή και να ενημερώνει το ή τα άτομα με τα οποία είχε σεξουαλική επαφή ούτως ώστε αυτοί να μπορούν να τύχουν θεραπείας έγκαιρα διακόπτοντας έτσι την αλυσίδα μετάδοσης του μικροβίου
- Άτομα που υποβάλλονται σε θεραπεία για χλαμύδια δεν πρέπει να έχουν σεξουαλική επαφή μέχρι που να συμπληρωθεί και θεραπευτεί η νόσος τους
- Οι έγκυες γυναίκες πρέπει να ελέγχονται κατά πόσο έχουν ή όχι χλαμύδια
- Άτομα που παρουσιάζουν ενοχλήσεις στο γεννητικό και ουροποιητικό σύστημα, όπως κάψιμο και ανώμαλες εκκρίσεις, δεν πρέπει να έρχονται σε σεξουαλική επαφή και να συμβουλεύονται άμεσα το γιατρό τους.