Η διάγνωση της οξείας σκωληκοειδίτιδας (ΟΣ) είναι μια δύσκολη διάγνωση.
Παρά τις σημαντικές τεχνολογικές εξελίξεις των τελευταίων δεκαετιών, που προσφέρουν αξιόλογες διαγνωστικές εξετάσεις που βοηθούν στην διάγνωση, εντούτοις το ποσοστό των αχρείαστων εγχειρήσεων που γίνονται για περιπτώσεις ΟΣ δεν έχει μειωθεί και παραμένει σχετικά ψηλό.
Η σκωληκοειδίτιδα συμβαίνει όταν δημιουργηθεί φλεγμονή της σκωληκοειδούς απόφυσης. Η απόφυση αυτή ξεκινά από το τυφλό έντερο, έχει ένα στενό στόμιο και το μήκος της κυμαίνεται από 2 έως 20 εκατοστά. Η σκωληκοειδής απόφυση δεν έχει σημαντικό ρόλο στον άνθρωπο. Για διάφορους λόγους το στόμιο της μπορεί να κλείσει και να δημιουργηθεί απόφραξη που οδηγεί σε φλεγμονή και μόλυνση.
Η ΟΣ είναι μια πολύ συχνή χειρουργική πάθηση. Ο ασθενής μπορεί να παρουσιάσει πυρετό, ανορεξία, εμετούς και κοιλιακό πόνο που ενώ αρχικά παρουσιάζεται γύρω από τον ομφαλό στη συνέχεια εντοπίζεται στο δεξιό κάτω μέρος της κοιλιάς (δεξιό λαγόνιο βόθρο).
Ο κίνδυνος σε περίπτωση που δεν γίνει έγκαιρη διάγνωση και αντιμετώπιση είναι η ρήξη της απόφυσης με διάτρηση και η περιτονίτιδα. Οι επιπλοκές αυτές είναι πολύ σοβαρές και μπορούν να απειλήσουν τη ζωή.
Για τους λόγους αυτούς οι γιατροί προχωρούν εύκολα στην σκωληκοειδεκτομή (ΣΤ). Επειδή η κλινική εικόνα δεν είναι πάντα ξεκάθαρη και επειδή σε περίπτωση ρήξης της απόφυσης κινδυνεύει η ζωή του αρρώστου, προτιμούν να χειρουργήσουν το ασθενή, έστω και εάν εκ των υστέρων αποδειχθεί ότι δεν υπήρχε ΟΣ.
Σε μια ενδιαφέρουσα κλινική έρευνα, γιατροί από το πανεπιστήμιο της Ουάσιγκτον μελέτησαν το κατά πόσο η συχνότητα αχρείαστων χειρουργικών επεμβάσεων ΣΤ μειώθηκε κατά τις τελευταίες δεκαετίες, λόγω των πολλών νέων συμπληρωματικών εξετάσεων που διαθέτουν σήμερα οι γιατροί.
Πράγματι από το 1980 και μετά οι γιατροί διαθέτουν εξαιρετικά χρήσιμες εξετάσεις όπως το υπερηχογράφημα, τη λαπαροσκόπηση, τις αξονικές και μαγνητικές τομογραφίες, που θα μπορούσαν θεωρητικά να μειώσουν το ποσοστό των λανθασμένων διαγνώσεων ΟΣ και έτσι να μειώσουν τις περιττές επεμβάσεις ΣΤ.
Οι ερευνητές εξέτασαν τα κλινικά δεδομένα για 86.000 ασθενείς από το 1987 μέχρι το 1998.
Τα αποτελέσματά τους ήταν ενδιαφέροντα και ήσαν τα ακόλουθα:
- Ο αριθμός των λανθασμένων διαγνώσεων ΟΣ και αχρείαστων επεμβάσεων ΣΤ δεν μειώθηκε και τουναντίον σε ορισμένες ομάδες πληθυσμού αυξήθηκε
- Στις νεαρές γυναίκες (ηλικίας τεκνοποίησης) και στους ηλικιωμένους άνδρες (άνω των 65 ετών) τα πιο πάνω ποσοστά αυξήθηκαν
- Το συνολικό ποσοστό των λανθασμένων διαγνώσεων ΟΣ βρέθηκε να είναι 15,5%
- Στους άνδρες το ποσοστό λανθασμένων διαγνώσεων ήταν της τάξης του 9% ενώ στις γυναίκες ήταν 23%. Η διαφορά μεταξύ των δύο φύλων μπορεί να οφείλεται σε ανατομικές διαφορές.
- Το ποσοστό ρήξης της σκωληκοειδούς απόφυσης ήταν 25,8%
- Στους ασθενείς οι οποίοι υποβάλλονταν σε λαπαροσκόπηση για διαγνωστικούς σκοπούς το ποσοστό λάθους ήταν μεγαλύτερο
- Η πιθανότητα να παρουσιάσει ένα άτομο κλινικό πρόβλημα για το οποίο να υποβληθεί σε χειρουργική επέμβαση ΣΤ είναι μεταξύ 7% και 12%.
Το συμπέρασμα που προκύπτει είναι ότι τα δεδομένα δεν έχουν αλλάξει στο πρόβλημα αυτό παρά τις εξελίξεις της τεχνολογίας.
Πρέπει να τονισθεί ότι η ΟΣ είναι μια δύσκολη διάγνωση και σε αρκετές περιπτώσεις αμφιβολίας είναι προτιμητέο να αφαιρεθεί ένα μη χρήσιμο όργανο παρά να κινδυνεύσει η ζωή του ασθενούς.
Σίγουρα οι γιατροί θα μπορούσαν να εκμεταλλευτούν περισσότερο τις τεχνολογικές εξελίξεις.
Όμως ας μη ξεχνούμε ότι η ΟΣ είναι μια ασθένεια για τις οποίες η κλινική εξέταση και η εξελικτική πορεία του ασθενούς όπως και η εμπειρία και οι ικανότητες του θεράποντος γιατρού παίζουν τον πρωταρχικό ρόλο.