Κατάθλιψη και αυτοκτονία, ποια σχέση έχουν πριν και μετά από την έναρξη της θεραπείας; Η θεραπεία ασθενών που πάσχουν από κατάθλιψη, με φάρμακα ή με ψυχοθεραπεία, μειώνει τις απόπειρες αυτοκτονίας. Η χορήγηση αντικαταθλιπτικής θεραπείας με φάρμακα σε νέους, αποτελεί επίμαχο θέμα και υπάρχει η υποψία, ότι αυτό μπορεί να σχετίζεται με αυξημένα ποσοστά αυτοκτονίας στην αρχή χρονική περίοδο της θεραπείας.
Για να ανακαλύψουν τι συμβαίνει στην πραγματικότητα, γιατροί στις Ηνωμένες Πολιτείες (Group Health Cooperative Center for Health Studies), μελέτησαν περισσότερους από 100.000 ασθενείς που έλαβαν θεραπεία για κατάθλιψη. Διαπίστωσαν ότι κατά τον πρώτο μήνα της θεραπείας, ο αριθμός των ασθενών που έκαναν απόπειρα αυτοκτονίας μειωνόταν.
Τα συμπεράσματα της εργασίας αυτής, αυτή αντικρούουν προηγούμενες έρευνες που είχαν δημιουργήσει φόβους ότι η θεραπεία με τα νεότερα αντικαταθλιπτικά φάρμακα της οικογένειας των επιλεκτικών αναστολέων επαναπρόσληψης της σεροτονίνης (SSRI), θα μπορούσε να αυξάνει τον κίνδυνο αυτοκτονίας σε έφηβους και νέους ενήλικες.
Η έρευνα που σας παρουσιάζουμε, έχει το πλεονέκτημα ότι είναι η πρώτη που δημοσιοποιείται κατά την οποία συγκρίνεται ο κίνδυνος αυτοκτονίας πριν και μετά από την έναρξη της θεραπείας, όχι μόνο με αντικαταθλιπτικά φάρμακα αλλά και με ψυχοθεραπεία. Βασίστηκε σε μηχανογραφημένα ιατρικά και φαρμακευτικά στοιχεία από 109.000 ασθενείς που άρχισαν θεραπεία για κατάθλιψη από το 1996 έως το 2005.
Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι οι απόπειρες αυτοκτονίας ήταν περίπου διπλάσιες σε συχνότητα σε ασθενείς μέχρι 24 ετών απ' ότι σε πιο ηλικιωμένους ενήλικες. Όμως η κατανομή στο χρόνο κατά τον οποίο συνέβαιναν οι απόπειρες αυτές, ήταν η ίδια και στις δύο ηλικιακές ομάδες ασθενών και ανεξάρτητα από το είδος της θεραπείας που λάμβαναν.
Βασικά οι απόπειρες αυτοκτονίας ήσαν συχνότερες κατά το μήνα πριν από την έναρξη της θεραπείας, μειώνονταν κατά 50% κατά το μήνα που ακολουθούσε την έναρξη της θεραπείας και στη συνέχεια παρουσίαζαν μια σταθερή μείωση.
Η ανάλυση των δεδομένων έδειξε ότι μέχρι τους 3 μήνες πριν και 6 μήνες μετά την έναρξη της θεραπείας, οι ασθενείς που λάμβαναν τα αντικαταθλιπτικά φάρμακα από τον ψυχίατρο τους, είχαν τις περισσότερες πιθανότητες να διαπράξουν απόπειρα αυτοκτονίας. Οι ασθενείς που λάμβαναν τα αντικαταθλιπτικά τους φάρμακα από το γιατρό της πρωτοβάθμιας περίθαλψης, είχαν τις λιγότερες πιθανότητες να κάνουν απόπειρα αυτοκτονίας. Ενδιάμεσα επίπεδα κινδύνου για απόπειρα αυτοκτονίας, είχαν οι ασθενείς που λάμβαναν ψυχοθεραπεία από θεραπευτή που δεν ήταν ψυχίατρος.
Οι ερευνητές τονίζουν ότι ένας ασθενής με κατάθλιψη δεν κινδυνεύει περισσότερο από αυτοκτονία, λόγω του γεγονότος ότι βλέπει ψυχίατρο. Εκείνο που συμβαίνει είναι ότι οι ασθενείς με σοβαρότερα προβλήματα, παραπέμπονται σε ψυχιάτρους για τη θεραπεία τους και δεν παραμένουν υπό την παρακολούθηση των γιατρών της πρωτοβάθμιας περίθαλψης. Έτσι επειδή συγκεντρώνονται στους ψυχιάτρους τα δυσκολότερα περιστατικά, ο αριθμός των ασθενών των ψυχίατρων που διαπράττουν απόπειρες, είναι μεγαλύτερος.
Το συμπέρασμα είναι ότι δεν υπάρχουν ειδικοί λόγοι για τους οποίους τα αντικαταθλιπτικά φάρμακα, προάγουν τις αυτοκτονίες σε ασθενείς με κατάθλιψη. Αντίθετα εκείνο που συμβαίνει είναι ότι η έναρξη οποιασδήποτε μορφής θεραπείας, με αντικαταθλιπτικά φάρμακα, ψυχοθεραπεία ή και τα δύο, ελαττώνει στους περισσότερους ασθενείς τα συμπτώματα της κατάθλιψης, τις σκέψεις και προσπάθειες για αυτοκτονία.
Οι γιατροί που διεξήγαγαν την έρευνα αυτή, τονίζουν ότι υπάρχουν μερικοί ασθενείς οι οποίοι αρχίζουν να έχουν σκέψεις αυτοκτονίας, όταν παίρνουν αντικαταθλιπτικά φάρμακα, ενώ πριν δεν είχαν ποτέ τέτοιες σκέψεις. Υποθέτουν ότι υπάρχουν υποομάδες ασθενών που μπορεί να είναι πιο ευάλωτοι και μετά την έναρξη της αντικαταθλιπτικής θεραπείας, παρουσιάζουν περισσότερες σκέψεις για αυτοκτονία. Είναι σημαντικό να βρεθούν τρόποι έγκαιρης αναγνώρισης των εν λόγω ασθενών.
Οι ασθενείς που αισθάνονται διαταραχή ή έχουν σκέψεις αυτοκτονίας κατά τη θεραπεία με αντικαταθλιπτικά, πρέπει να ενημερώνουν το γιατρό τους.
Οι γιατροί είναι απαραίτητο να παρακολουθούν με μεγάλη προσοχή τους ασθενείς τους που λαμβάνουν αντικαταθλιπτικά για να βεβαιώνονται ότι τους χορηγείται το κατάλληλο φάρμακο στην κατάλληλη δόση και ότι η θεραπεία αυτή τους κάνει να αισθάνονται καλύτερα.