Το χρόνιο βουητό στα αυτιά (εμβοές) έχει τη δυνατότητα να επηρεάζει αρνητικά τις πνευματικές δεξιότητες, ιδιαίτερα στο γνωσιακό τομέα.
Τα άτομα με χρόνιο βουητό μέτριας έντασης στα αυτιά αποδίδουν λιγότερο καλά σε τεστ, που απαιτούν μνήμη εργασίας και προσοχή σε σύγκριση με άτομα που δεν έχουν βουητό.
Σε λιγότερο δύσκολες εργασίες, δεν υπάρχουν σημαντικές διαφορές, γεγονός το οποίο δείχνει, ότι το βουητό των αυτιών δεν επηρεάζει πνευματικές λειτουργίες που χαρακτηρίζονται από αυτοματισμό και είναι περισσότερο ακούσιες.
Τα συμπεράσματα αυτά προέκυψαν από έρευνες Αυστραλών επιστημόνων οι οποίοι με βάση τα στοιχεία που ανακαλύπτουν προσπαθούν να αναπτύξουν μεθόδους ελαχιστοποίησης των αρνητικών διαταραχών, που προκαλεί το χρόνιο βουητό σε διάφορες πτυχές της ζωής των ασθενών.
Προηγούμενες έρευνες έδειξαν ότι το χρόνιο βουητό επηρεάζει την ψυχική υγεία και την ποιότητα ζωής των ασθενών. Άγχος, αϋπνία, προβλήματα ακοής, κατάθλιψη περιλαμβάνονται μεταξύ των προβλημάτων που συνοδεύουν το χρόνιο βουητό.
Το χρόνιο βουητό ή εμβοές είναι η αντίληψη ήχων όταν δεν υπάρχουν ηχητικοί ερεθισμοί. Περιγράφεται από τους ασθενείς ως ένα συνεχές κουδούνισμα ή σφύριγμα στα αυτιά. Μπορεί να είναι μόνιμο, προσωρινό ή περιοδικό.
Οι αιτίες που προκαλούν σ' ένα ασθενή χρόνιο βουητό, πολύ συχνά δεν είναι γνωστές. Όμως μπορεί να είναι αποτέλεσμα απώλειας ακοής, αλλεργιών, τραυματισμών, ωτίτιδας, ιγμορίτιδας, όγκων, καρδιαγγειακών προβλημάτων, έκθεσης σε δυνατούς ήχους ή ακόμη αποτέλεσμα λήψης φαρμάκων με τοξική επίδραση στα αυτιά.
Υπολογίζεται ότι μέχρι 20% του πληθυσμού παρουσιάζει κάποιου βαθμού εμβοές. Συνήθως εκδηλώνονται για πρώτη φορά στην ηλικία μεταξύ 40 και 50 ετών. Οι άνδρες και οι γυναίκες επηρεάζονται στον ίδιο βαθμό.
Το βουητό στα αυτιά επιβάλλει τη διενέργεια μιας διεξοδικής διερεύνησης, για ν' αναγνωρισθούν οι αιτίες που το προκαλούν. Σ' ένα ποσοστό των ασθενών είναι αδύνατο να βρεθεί η συγκεκριμένη αιτία που το προκάλεσε.
Όμως είναι απαραίτητο να διερευνάται το βουητό από τον ωτορινολαρυγγολόγο πριν από οποιαδήποτε θεραπευτική προσέγγιση.
Οι ασθενείς με βουητό πρέπει να αποφεύγουν τους δυνατούς ήχους και θορύβους. Η αρτηριακή τους πίεση είναι καλό να ελέγχεται για να γίνεται η κατάλληλη θεραπεία σε περίπτωση που είναι ψηλή.
Η αποφυγή του καφέ, του τσαγιού και άλλων ποτών, που περιέχουν καφεΐνη, μπορεί να βοηθά. Επίσης το άλας στο φαγητό πρέπει να περιορίζεται και το κάπνισμα να αποφεύγεται πλήρως. Τόσο το άλας όσο και ο καπνός επιδεινώνουν την κυκλοφορία του αίματος που είναι επιβαρυντικός παράγοντας για τις εμβοές.
Η ξεκούραση, η αποφυγή της υπερβολικής κούρασης ή υπερκόπωσης, η χαλάρωση, ο ύπνος, η σωματική άσκηση είναι παράγοντες που βοηθούν το σώμα γενικά και την κυκλοφορία του αίματος, γεγονός που μπορεί να ευεργετεί τους ασθενείς με βουητό στα αυτιά.