Το τραύλισμα είναι ένα συχνό πρόβλημα της ομιλίας, που εκδηλώνεται συνήθως στις ηλικίες από 2 έως 6 ετών. Στα αγόρια είναι συχνότερο και υπολογίζεται ότι 1% των ενηλίκων παρουσιάζουν τραύλισμα.
Το τραύλισμα είναι συχνά οικογενειακό και υπάρχει κληρονομικότητα στη μετάδοση του. Η συναισθηματική κατάσταση, με βάση συμπεράσματα πρόσφατων ερευνών, φαίνεται ότι παίζει σημαντικό ρόλο στη γένεση και εξέλιξη του προβλήματος.
Τα παιδιά που τραυλίζουν αντιμετωπίζουν μεγαλύτερες δυσκολίες στο να ελέγχουν και να χειρίζονται τη συμπεριφορά και τα συναισθήματα τους σε σχέση με άλλα παιδιά. Μαθαίνοντας τα παιδιά αυτά να χειρίζονται καλύτερα το στρες και τα άλλα συναισθήματα τους, μπορεί να τα βοηθά εναντίον του τραυλίσματος.
Ερευνητές από το πανεπιστήμιο Vanderbilt, βρήκαν ότι μικρά παιδιά που τραυλίζουν, παρουσιάζουν ευκολότερα συναισθηματική διέγερση και δυσκολεύονται περισσότερο να ηρεμήσουν μετά από αυτήν. Είναι λιγότερο ικανά να ελέγχουν την προσοχή και τη συγκίνηση τους κατά τη διάρκεια των καθημερινών καταστάσεων που αντιμετωπίζουν οι οποίες είναι αιτίες πρόκλησης και στρες.
Το τραύλισμα εφόσον συνεχίζεται είναι δυνατόν να έχει επιπτώσεις στις σχολικές, κοινωνικές, συναισθηματικές και επαγγελματικές δυνατότητες και εξέλιξη του παιδιού. Εάν λοιπόν μάθουμε περισσότερο για το πώς τα συναισθήματα επηρεάζουν το τραύλισμα και χρησιμοποιήσουμε τις εν λόγω πληροφορίες για την αποτελεσματικότερη θεραπεία των παιδιών που τραυλίζουν τότε θα είμαστε σε καλύτερη θέση για να μειώνουμε τις μακροχρόνιες αρνητικές επιπτώσεις στη παιδική και ενήλικη ζωή τους.
Είναι γεγονός, ότι για πολλά χρόνια υπήρχαν υποψίες ότι η συναισθηματική ανάπτυξη του παιδιού, επηρεάζει το τραύλισμα. Όμως δεν υπήρχαν στοιχεία, που να τεκμηριώνουν τις εν λόγω υποψίες.
Οι ερευνητές εξέτασαν σε 65 παιδιά που τραύλιζαν και σε 56 που δεν τραύλιζαν, το πώς επηρεάζονταν από τις συναισθηματικές καταστάσεις που αντιμετώπιζαν και πώς τις χειρίζονταν. Επίσης εξέτασαν τις δυνατότητες, που είχαν για να ελέγχουν την προσοχή τους στις καταστάσεις που βίωναν καθημερινά. Οι ηλικίες των παιδιών ήταν 3 έως 5 ετών.
Χρησιμοποίησαν τυποποιημένα τεστ αξιολόγησης των συναισθημάτων και ερωτηματολόγια 100 ερωτήσεων, που απάντησαν οι γονείς των παιδιών. Τα τεστ που χρησιμοποιήθηκαν για τα παιδιά αξιολογούσαν όχι μόνο τις δυνατότητες της ομιλίας των παιδιών αλλά και τις γνώσεις στη γλώσσα.
Βασικά βρήκαν τις ακόλουθες σημαντικές διαφορές μεταξύ των παιδιών που τραύλιζαν και αυτών που δεν τραύλιζαν:
- Τα παιδιά που τραύλιζαν, διεγείρονταν ή αναστατώνονταν ευκολότερα από τα παιδιά που δεν τραύλιζαν, όταν βρίσκονταν αντιμέτωπα με τις καταστάσεις πρόκλησης ή στρες που βίωναν καθημερινά.
- Τα παιδιά που τραύλιζαν χρειάζονταν περισσότερο χρόνο να ηρεμήσουν από τα παιδιά που δεν τραύλιζαν για να ηρεμήσουν, μετά από συναισθηματική διέγερση ή αναστάτωση.
- Τα παιδιά που τραύλιζαν μπορούσαν λιγότερο από αυτά που δεν τραύλιζαν να ελέγχουν την προσοχή τους και περισσότερο πιθανό να εστιασθούν σε κάτι που αποσπούσε την προσοχή τους σε σύγκριση με τα παιδιά που δεν τραύλιζαν.
- Η συχνότητα, η διάρκεια και η σοβαρότητα των επεισοδίων τραυλισμού, επηρεαζόταν στα παιδιά που τραύλιζαν από τις δυνατότητες που είχαν να ρυθμίζουν τα συναισθήματα τους και από το πόσο έντονα αντιδρούσαν σε καταστάσεις που τα αναστάτωναν ή που τους προκαλούσαν στρες.
Παρά τη σημασία που έχουν τα εν λόγω ευρήματα, είναι πολύ σημαντικό να γίνει κατανοητό εάν υπάρχει αιτιολογική σχέση μεταξύ τραυλίσματος από τη μια και συναισθηματικής, συμπεριφορικής κατάστασης και προσοχής των παιδιών από την άλλη. Ή μήπως όλα αυτά συμβαίνουν απλά ταυτόχρονα, ίσως για τους ίδιους λόγους;
Οι ερευνητές από το πανεπιστήμιο Vanderbilt τονίζουν ότι μερικές από τις συμπεριφορικές και συναισθηματικές διαφορές των παιδιών με τραύλισμα, υπάρχουν πριν από την έναρξη του τραυλίσματος και συμβάλλουν στην έναρξη του.
Για αυτό πιστεύουν ότι οι συναισθηματικές και συμπεριφορικές αντιδράσεις και ιδιαιτερότητες των παιδιών, όπως βρέθηκαν στην εργασία τους αυξάνουν τον κίνδυνο για την ύπαρξη και συνέχιση του τραυλίσματος ιδιαίτερα σε παιδιά που έχουν προδιάθεση για την πάθηση.
Είναι λοιπόν σημαντικό οι γονείς να παρακολουθούν στα παιδιά τους, εάν οι καταστάσεις με συναισθηματική φόρτιση, ένταση ή πρόκληση, αυξάνουν ή είναι αιτία έναρξης τραυλίσματος.
Οι γιατροί από την άλλη, πρέπει να είναι ιδιαίτερα προσεκτικοί σε αυτά που τους λένε οι γονείς για τις συμπεριφορικές, ψυχολογικές και συναισθηματικές καταστάσεις που επιδρούν στο τραύλισμα των παιδιών.
Είναι πιθανόν τα παιδιά που τραυλίζουν, να έχουν μια καλύτερη μακροχρόνια εξέλιξη στην παιδική και ενήλικη ζωή τους, εάν γονείς, γιατροί και άλλοι ειδικοί, τα βοηθούν να χειρίζονται πιο ήρεμα καταστάσεις που τα αναστατώνουν συναισθηματικά ή που τους προκαλούν στρες και να έχουν μια καλύτερη συμπεριφορική και ψυχολογική αντιμετώπιση αυτών που βιώνουν καθημερινά.