Η χρόνια ιγμορίτιδα οφείλεται σε φλεγμονή των ρινικών ιγμορείων που διαρκεί για μεγάλο χρονικό διάστημα. Η φλεγμονή χαρακτηρίζεται από οίδημα (πρήξιμο), πόνο, ερυθρότητα και αύξηση της θερμοκρασίας τοπικά στους ιστούς που επηρεάζονται.
Η χρόνια ιγμορίτιδα δεν υποχωρεί από μόνη της. Μπορεί μάλιστα κάποτε να συνυπάρχουν και άλλες ανωμαλίες που αποτελούν μέρος της πάθησης, όπως οι ρινικοί πολύποδες και η απόφραξη των ιγμορείων.
Η ιγμορίτιδα συμβαίνει όταν υπάρχει μόλυνση με φλεγμονή των ιγμορείων. Υπάρχουν δύο μορφές ιγμορίτιδας, η οξεία και η χρόνια ιγμορίτιδα.
Η οξεία ιγμορίτιδα εκδηλώνεται συνήθως μετά από κρυολόγημα, γρίπη ή άλλη μόλυνση του άνω αναπνευστικού συστήματος. Οι διάφορες ιώσεις που προσβάλλουν τις διόδους του αέρα από τη μύτη προς τον λάρυγγα δημιουργούν φλεγμονή που εμποδίζει το κανονικό σύστημα παροχέτευσης των ιγμορείων.
Η φλεγμονή του άνω αναπνευστικού συστήματος οδηγεί έτσι στη μόλυνση των ιγμορείων από βακτήρια. Κάποτε οι ασθενείς με χρόνια ιγμορίτιδα αναπτύσσουν επιπλέον οξεία ιγμορίτιδα.
Ορισμένοι άνθρωποι διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο να προσβληθούν από χρόνια ιγμορίτιδα και ρινικούς πολύποδες. Μεταξύ αυτών συμπεριλαμβάνονται τα άτομα με αλλεργικό κατάρρου, αλλεργική ρινίτιδα και άσθμα.
Στα σημεία και συμπτώματα της χρόνιας ιγμορίτιδας περιλαμβάνονται:
- Πόνος στο πρόσωπο
- Πόνος όταν ασκείται πίεση με τα δάκτυλα στις περιοχές των ρινικών ιγμορείων, δηλαδή στα τμήματα του πρόσωπου που βρίσκονται πλάγια, δεξιά και αριστερά από τη μύτη
- Ρινική συμφόρηση με εκκρίσεις από τη μύτη
- Απώλεια της αίσθησης της όσφρησης
- Δυσκολία του ασθενούς να αναπνέει από τη μύτη
- Κατάρρους από το πίσω μέρος της μύτης, που φαίνεται όταν ο ασθενής ανοίγει το διάπλατα το στόμα του και φαίνεται στο βάθος το στοματικό τμήμα του φάρυγγα.
Η διάγνωση βασίζεται στο ιστορικό του ασθενούς και στην εξέταση της μύτης και της υπόλοιπης ωτορινολαρυγγολογικής περιοχής. Στην εν λόγω εξέταση η βλεννογόνος της μύτης φαίνεται φλεγμονώδης και μπορεί να συνυπάρχει και πύο.
Ο γιατρός μπορεί να ζητήσει, ανάλογα με τη σοβαρότητα της περίπτωσης, απεικονιστικές εξετάσεις της περιοχής όπως απλή ακτινογραφία των ιγμορείων, αξονική ή μαγνητική τομογραφία. Οι εξετάσεις αυτές δυνατόν να τεκμηριώσουν την ύπαρξη υγρού, φλεγμονής ή πολύποδων. Σε πολύ σοβαρές περιπτώσεις διαφαίνεται κατά πόσο επηρεάζεται η όραση και εάν συνυπάρχουν μηνιγγίτιδα ή εγκεφαλίτιδα.
Διάφορες άλλες συμπληρωματικές εξετάσεις, όπως οι αναλύσεις αίματος, τα αλλεργικά τεστ και η μελέτη των πνευμόνων προσθέτουν περισσότερες πληροφορίες για να διαφανεί εάν πράγματι πρόκειται για ιγμορίτιδα και παθολογικές καταστάσεις που συνυπάρχουν ή εάν πρόκειται για άλλη ασθένεια που έχει παρόμοια κλινική παρουσίαση.
Η θεραπεία έχει ως στόχο την ανακούφιση του ασθενούς, την εξάλειψη της φλεγμονής, την εξουδετέρωση της μόλυνσης εάν υπάρχει και την αποκατάσταση της φυσιολογικής παροχέτευσης των ιγμορείων.
Τα αποσυμφορητικά μειώνουν το οίδημα των ρινικών διόδων και καθιστούν έτσι ευκολότερη την αναπνοή και τον αερισμό των ιγμορείων. Υπάρχουν διάφορα αποσυμφορητικά που μπορούν να χορηγηθούν είτε τοπικά είτε γενικά.
Τα κορτικοστεροειδή έχουν ισχυρή αντιφλεγμονώδη δράση. Μπορούν να δοθούν από το στόμα ή σε εισπνεόμενη μορφή και μειώνουν τη συμφόρηση στις ρινικές κοιλότητες και τη φλεγμονή στα ιγμόρεια.
Η διάρκεια χορήγησης των φαρμάκων αποφασίζεται από το γιατρό ανάλογα με την εξέλιξη του ασθενούς. Τοπικά στη μύτη μπορεί επίσης να είναι χρήσιμη η χορήγηση φυσιολογικού ορού.
Η ρινοσκόπηση με ειδικό ενδοσκόπιο από τον ωτορινολαρυγγολόγο επιτρέπει την καλύτερη εξέταση των ρινικών διόδων και βλεννογόνου, όπως επίσης και την εξέταση των ιγμορείων. Σε ασθενείς με χρόνια ιγμορίτιδα σοβαρής μορφής, με τη μέθοδο αυτή, είναι δυνατόν να γίνονται επεμβάσεις στα ιγμόρεια, όταν τα φάρμακα δεν βοηθούν.
Το διάφραγμα της μύτης σε πολλές περιπτώσεις ιγμορίτιδας υφίσταται απόκλιση. Το πρόβλημα μπορεί να λυθεί με χειρουργική επέμβαση.